Αρ. Φακ.: AKΡ 142/2009, ΑΚΡ 16/2010
Έκθεση της Αρχής κατά του Ρατσισμού και των Διακρίσεων αναφορικά με τη νομική κατοχύρωση των σχέσεων των ομόφυλων ζευγαριών
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ
1. Ο κύριος Μ.Α., Κύπριος πολίτης, με επιστολή του ημερομηνίας 15 Δεκεμβρίου 2009, μου υπέβαλε καταγγελία αναφορικά με την ανυπαρξία νομοθετικής πρόνοιας που να προβλέπει την τέλεση πολιτικού γάμου ανάμεσα σε ομόφυλα άτομα.
2. Ο καταγγέλλων αποτάθηκε τόσο στο Δημαρχείο της πόλης του όσο και στο Υπουργείο Εσωτερικών και έλαβε την απάντηση ότι «στην Κύπρο ο ισχύων περί Γάμου Νόμος του 2003 διαλαμβάνει διατάξεις που αφορούν την ένωση σε γάμο μόνο μεταξύ ατόμων διαφορετικού φύλου. Επειδή με βάση την εθνική νομοθεσία, ο γάμος μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου δεν αναγνωρίζεται, ούτε γάμοι που ενδεχομένως έχουν τελεστεί σε χώρα όπου τυγχάνουν αναγνώρισης, έχουν στην Κύπρο νομική υπόσταση» .
3. Στις 29 Ιανουαρίου 2010, ο κύριος Η.Α. μου υπέβαλε επίσης καταγγελία αναφορικά με τη δυνατότητα του συντρόφου του, με τον οποίο διατηρεί διαρκή και σταθερή σχέση, να μείνει στην Κύπρο πέραν τoυ χρονικού ορίου που προβλέπει η άδεια παραμονής του. Ο καταγγέλλων έθεσε το ζήτημα της ανυπαρξίας νομοθετικής ρύθμισης για το σύμφωνο καταχωρημένης συμβίωσης στην Κύπρο.
4. To θέμα των διακρίσεων λόγω του σεξουαλικού προσανατολισμού και ο σεβασμός του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή των ομόφυλων ζευγαριών έχει αποτελέσει αντικείμενο προηγούμενων μου παρεμβάσεων, με πιο πρόσφατη αυτή που αφορούσε στην ίση μεταχείριση των ομόφυλων ζευγαριών σε σχέση καταχωρημένης συμβίωσης, στα πλαίσια εφαρμογής της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ για το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών . Σκοπός της εν λόγω έκθεσης ήταν η παρότρυνση της Πολιτείας να λάβει ουσιαστικά μέτρα για την ίση μεταχείριση των ομόφυλων ζευγαριών και τον πλήρη σεβασμό της ιδιωτικής τους ζωής χωρίς όμως η υποχρέωση αυτή να συνδέεται με την αναγνώριση του γάμου (ή άλλης έννομης σχέσης) μεταξύ ομοφυλοφίλων.
5. Μέσα από την πιο πάνω παρέμβαση καταδείχθηκε η κινητικότητα και η δυναμική που επικρατούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο και αντανακλούν το βαθμό επίδρασης του κοινοτικού κεκτημένου στην κυπριακή έννομη τάξη και κοινωνία. Στα συμπεράσματά υπογράμμισα ότι τα θέματα που αφορούν στην ελεύθερη διακίνηση των ευρωπαίων πολιτών παίρνουν τη μορφή μιας μη αναστρέψιμης δικαιικής νομοτέλειας, που δεν μπορεί να αγνοηθεί από την κυπριακή δημόσια διοίκηση, στη βάση των όποιων παγιωμένων πρακτικών ή προκαταλήψεων.
6. Η παρούσα έκθεση έχει σκοπό να αντιμετωπίσει το πρόβλημα πιο ουσιαστικά και πιο διεξοδικά. Οι νέες μορφές συμβίωσης, τόσο ανάμεσα σε ετερόφυλα όσο και σε ομόφυλα άτομα, συνιστούν μια πραγματικότητα η οποία επιτάσσει επαναπροσδιορισμό της παραδοσιακής έννοιας του γάμου αλλά κυρίως εισαγωγή νομοθετικών ρυθμίσεων που να κατοχυρώνουν νομικά τις νέες αυτές μορφές συμβίωσης. Με αφορμή τις συγκεκριμένες καταγγελίες, έκρινα σκόπιμο να προχωρήσω στην εκπόνηση της έκθεσης αυτής για να εξετάσω τόσο το ενδεχόμενο εφαρμογής στην κυπριακή έννομη τάξη του συμφώνου καταχωρημένης συμβίωσης όσο την τροποποίηση της υπάρχουσας νομοθεσίας με τρόπο που να επιτρέπει τον πολιτικό γάμο ανάμεσα σε άτομα του ιδίου φύλου.
ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Η κυπριακή έννομη τάξη
7. Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας κατοχυρώνει το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωή και το δικαίωμα του γάμου και της ίδρυσης οικογένειας στα άρθρα 15 και 22 αντίστοιχα:
Άρθρο 15
« 1. Έκαστος έχει το δικαίωμα όπως η ιδιωτική και οικογενειακή αυτού ζωή τυγχάνη σεβασμού.
2. Δεν χωρεί επέμβασις κατά την άσκησιν του δικαιώματος τούτου, ειμή τοιαύτη οία θα ήτο σύμφωνος προς τον νόμον και αναγκαία μόνον προς το συμφέρον της ασφαλείας της δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξεως ή της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας τάξεως ή της δημοσίας υγείας ή των δηομσίων ηθών ή της προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των υπό του Συντάγματος ηγγυημένων εις παν πρόσωπον».
Άρθρο 22
«1. Πας συμπληρώσας την προς γάμον ηλικίαν είναι ελεύθερος να συνάψη γάμο και ιδρύση οικογένειαν συμφώνως τω εφαρμοστέω δι’ έκαστον πρόσωπον, δυνάμει των διατάξεων του Συντάγματος, δικαίω περί γάμου.»
8. Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Περί Γάμου Νόμου (Ν. 104 (Ι)/2003), ο γάμος ορίζεται ως η «συμφωνία για ένωση σε γάμο που συνάπτεται μεταξύ γυναίκας και άνδρα και τελείται από Λειτουργό Τέλεσης Γάμου, σύμφωνα με τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου ή από εγγεγραμμένο ιερέα σύμφωνα με του κανόνες της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας ή των δογμάτων των θρησκευτικών ομάδων που αναγνωρίζονται από το Σύνταγμα».
Πρωτογενές και παράγωγο κοινοτικό δίκαιο
9. Σε επίπεδο πρωτογενούς και παράγωγου κοινοτικού δικαίου έχουν υιοθετηθεί διατάξεις που σαφώς ή συνδυαστικά απαγορεύουν τις διακρίσεις εις βάρος ομοφυλόφιλων προσώπων. Το Άρθρο 13 της Συνθήκης του Άμστερνταμ προβλέπει ότι, το Συμβούλιο μπορεί να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για την καταπολέμηση των διακρίσεων, μεταξύ άλλων και λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού. Επιπλέον, το Άρθρο 21 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος δεν έχει αποκτήσει μέχρι σήμερα δεσμευτική ισχύ, καταδικάζει ρητά κάθε διάκριση με βάση το σεξουαλικό προσανατολισμό ενός προσώπου. Όσον μάλιστα αφορά την κοινοτική προστασία που παρέχεται από το παράγωγο κοινοτικό δίκαιο, σταθμό αποτελεί η Οδηγία 2000/78/ΕΚ για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία που απαγορεύει την οποιαδήποτε διάκριση στη βάση του σεξουαλικού προσανατολισμού ενός προσώπου.
10. Το θέμα των διακρίσεων λόγω του σεξουαλικού προσανατολισμού ενός προσώπου, απασχόλησε έντονα τα τελευταία χρόνια τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, τα οποία τείνουν να διευρύνουν την προστασία κατά των διακρίσεων και σε άλλους τομείς. Αποτέλεσμα των συζητήσεων με διάφορους εμπλεκόμενους φορείς και οργανισμούς ήταν να εγκριθεί από την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Πρόταση Οδηγίας του Συμβουλίου με αριθμό COM(2008) 426 . Στόχος της πρότασης, είναι να εφαρμοστεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης μεταξύ των προσώπων ανεξαρτήτως θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή σεξουαλικού προσανατολισμού, εκτός της αγοράς εργασίας. Η πρόταση διαμορφώνει το πλαίσιο για την απαγόρευση των διακρίσεων με βάση τα παραπάνω χαρακτηριστικά και καθιερώνει ένα ενιαίο ελάχιστο επίπεδο προστασίας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα άτομα που καθίστανται θύματα τέτοιων διακρίσεων. Το κυριότερο όμως, συμπληρώνει το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο της ΕΕ, με βάση το οποίο η απαγόρευση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή σεξουαλικού προσανατολισμού εφαρμόζεται μόνο στους τομείς της απασχόλησης, της εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης.
11. Αξίζει να σημειωθεί ότι η πρόταση της Επιτροπής εγκρίθηκε πρόσφατα (με κάποιες τροποποιήσεις) από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με νομοθετικό του ψήφισμα ημερομηνίας 2 Απριλίου 2009 . Η νέα Οδηγία, εφόσον υιοθετηθεί, θα απαγορεύει τις διακρίσεις στους τομείς της κοινωνικής προστασίας, της εκπαίδευσης, καθώς και τις πρόσβασης σε αγαθά και υπηρεσίες διαθεσίμων στο κοινό, συμπεριλαμβανομένης και της στέγασης, ενώ οι ευρωβουλευτές επιδιώκουν και την επέκταση στον τομέα των μεταφορών, των ενώσεων και της υγείας. Περαιτέρω, ανάμεσα στις λοιπές τροπολογίες, το Κοινοβούλιο προσέθεσε την εξής (Τροπολογία 9) :
(7α) «Οι διακρίσεις λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού μπορούν να υπονομεύσουν την επίτευξη των στόχων της Συνθήκης ΕΚ, ειδικότερα δε την επίτευξη υψηλού επιπέδου απασχόλησης και κοινωνικής προστασίας, την άνοδο του βιοτικού επιπέδου και της ποιότητας ζωής, την οικονομική και κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη. Μπορούν επίσης να υπονομεύσουν το στόχο ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης
12. Επιπρόσθετα, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, σε πρόσφατο ψήφισμα του σχετικά με την κατάσταση των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση την περίοδο 2004-2008, έθεσε επί τάπητος τα βασικότερα ζητήματα αναγνώρισης και εφαρμογής ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση . Αναφορικά με το θέμα του γενετήσιου προσανατολισμού, το Κοινοβούλιο καλεί τόσο την Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσο και τα Κράτη Μέλη να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα για την κατάργηση των διακρίσεων στη βάση του προσανατολισμού αυτού (παρ. 72-78). Συγκεκριμένα, το Κοινοβούλιο:
1. «καλεί τα κράτη μέλη που έχουν θεσπίσει νομοθεσία σχετικά με το σύμφωνο συμβίωσης ομοφύλων να αναγνωρίζουν τις διατάξεις με παρόμοιες συνέπειες που έχουν θεσπίσει άλλα κράτη μέλη• καλεί την Επιτροπή να εκπονήσει κατευθυντήριες γραμμές για την αμοιβαία αναγνώριση της ισχύουσας νομοθεσίας μεταξύ των κρατών μελών, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για ομόφυλα ζευγάρια ισχύει υπό προϋποθέσεις ίδιες με εκείνες που ισχύουν για τα ετερόφυλα ζευγάρια•
2. καλεί την Επιτροπή να υποβάλει προτάσεις που να διασφαλίζουν ότι τα κράτη μέλη θα εφαρμόζουν την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης για τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια, είτε αυτά είναι παντρεμένα είτε διαβιούν υπό καθεστώς καταχωρημένης αστικής εταιρικής σχέσης, ιδίως όταν ασκούν το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας τους βάσει του δικαίου της ΕΕ•
3. καλεί τα κράτη μέλη που δεν το έχουν πράξει ακόμη να λάβουν, κατ’ εφαρμογή της αρχής της ισότητας, νομοθετικά μέτρα για την κατάργηση των διακρίσεων που υφίστανται ορισμένα ζευγάρια λόγω του γενετήσιου προσανατολισμού τους•
4. ζητεί από την Επιτροπή να εξασφαλίσει τη χορήγηση ασύλου από τα κράτη μέλη στα άτομα που διώκονται λόγω του γενετήσιου προσανατολισμού τους στη χώρα καταγωγής τους, να αναλάβει πρωτοβουλίες σε διμερές και πολυμερές επίπεδο για την παύση της δίωξης ατόμων λόγω του γενετήσιου προσανατολισμού τους, και να ξεκινήσει μια μελέτη για την κατάσταση των τρανσεξουαλικών ατόμων στα κράτη μέλη και στις υποψήφιες προς ένταξη χώρες, ιδίως σε ό,τι αφορά τους κινδύνους παρενόχλησης και βιαιοπραγίας».
Νομολογία του Ευρωπαϊκoύ Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
13. Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) βρίσκεται τα τελευταία χρόνια σε μια δυναμική κινητικότητα όσον αφορά την προστασία των δικαιωμάτων των ομοφυλόφιλων προσώπων. Με σειρά αποφάσεών του, το Δικαστήριο έχει καταδικάσει εθνικές πρακτικές και έχει θέσει ένα μίνιμουμ προστασίας των δικαιωμάτων των ομοφυλόφιλων ατόμων και ομοφύλων ζευγαριών. Το 1981, στην υπόθεση Dudgeon v. UK , το Δικαστήριο έκρινε ότι η ποινικοποίηση της ομοφυλοφιλικής σεξουαλικής πράξης μεταξύ συναινούντων ενηλίκων, συνιστά παραβίαση του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή. Την ίδια θέση επανέλαβε στην υπόθεση Norris v. Ireland και Modinos v. Cyprus , η οποία οδήγησε, με αρκετή καθυστέρηση, στην αποποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας στην κυπριακή έννομη τάξη. Επιπρόσθετα, στη Smith and Grady v. UK , το ΕΔΑΔ δέχθηκε ότι η απόταξη αξιωματικών από τις Ένοπλες Δυνάμεις στη βάση και μόνο του σεξουαλικού τους προσανατολισμού, παραβιάζει επίσης το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής.
14. Παρά την κινητικότητα αυτή, είναι γεγονός ότι το Δικαστήριο διατηρεί μια διστακτική προσέγγιση αναφορικά με το θέμα της αναγνώρισης γάμου μεταξύ ομόφυλων προσώπων. Σε σχέση μάλιστα με το Άρθρο 12 της ΕΣΔΑ που αφορά στο δικαίωμα σύναψης γάμου το ΕΔΑΔ έχει καθορίσει ότι «το δικαίωμα στο γάμο αναφέρεται σε γάμο μεταξύ δύο ατόμων του αντίθετου βιολογικού φύλου. Αυτό συνάγεται επίσης, από τη διατύπωση του άρθρου που καθιστά σαφές ότι το άρθρο 12 αποσκοπεί κυρίως στο να προστατεύσει το γάμο, ως βάση της οικογένειας».
15. Το Άρθρο 8 της ΕΣΔΑ κατοχυρώνει το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του ατόμου και προνοεί ότι:
«Παν πρόσωπον δικαιούται εις τον σεβασμόν της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του. Δεν επιτρέπεται να υπάρξη επέμβασις δημοσίας αρχής εν τη ασκήσει του δικαιώματος τούτου, εκτός εάν η επέμβασις αύτη προβλέπεται υπό του νόμου και αποτελεί μέτρον το οποίον, εις μίαν δημοκρατικήν κοινωνίαν, είναι αναγκαίον δια την εθνικήν ασφάλειαν, την δημοσίαν ασφάλειαν, την οικονομικήν ευημερίαν της χώρας, την προάσπισιν της τάξεως και την πρόληψιν ποινικών παραβάσεων, την προστασίαν της υγείας ή της ηθικής, ή την προστασίαν των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων».
16. Το ζήτημα κατά πόσον η σχέση ομόφυλων ζευγαριών εμπίπτει στο πεδίο της «οικογενειακής ζωής» που προστατεύεται από το Άρθρο 8, απασχόλησε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων ΔΙκαιωμάτων από το 1983 στην υπόθεση Χ and Y v. UK. Η υπόθεση αφορούσε την απέλαση συντρόφου Βρετανού υπηκόου. Η Επιτροπή δεν αποδέχθηκε τον ισχυρισμό των αιτητών ότι, η άρνηση των Βρετανικών αρχών να επιτρέψουν στο σύντροφο του Βρετανού υπηκόου να παραμείνει μαζί του στη Βρετανία παραβίαζε το δικαίωμα της οικογενειακής τους ζωής και αποφάσισε ότι παρά τις εξελίξεις σε θέματα ομοφυλοφιλίας, η σχέση των αιτητών δεν ενέπιπτε στο πεδίο της «οικογενειακής ζωής» που προστατεύεται από το Άρθρο 8. Κρίθηκε όμως ότι, παρόλο που η σχέση ομόφυλων ζευγαριών δεν συνιστούσε οικογενειακή ζωή, τυχόν περιορισμοί σε ομοφυλοφιλικές σχέσεις δυνατόν να εγείρουν ζητήματα επέμβασης στην ιδιωτική ζωή των ομόφυλων ζευγαριών.
17. Το Δικαστήριο κινήθηκε προς την ίδια κατεύθυνση και στην υπόθεση Mata Esterez v. Spain , αποφαινόμενο ότι παρόλο που οι σχέσεις ομόφυλων ζευγαριών δεν συνιστούν οικογενειακή ζωή, τυχόν περιορισμοί σε ομόφυλες σχέσεις δυνατόν να εγείρουν ζητήματα επέμβασης στην ιδιωτική ζωή, η οποία προστατεύεται επίσης από το Άρθρο 8. Το ΕΔΑΔ τόνισε ότι τα κράτη-μέλη έχουν τη διακριτική ευχέρεια να ρυθμίσουν (ή να μη ρυθμίσουν) τις de facto συμβιώσεις ομοφύλων, δεδομένου ότι δεν υπάρχει ένας κοινός αποδεκτός παρονομαστής. Επίσης, στην υπόθεση E. B. v. France , το ΕΔΑΔ έκανε δεκτό ότι η απόρριψη του αιτήματος ενός ατόμου να προβεί σε υιοθεσία, στη βάση του σεξουαλικού του προσανατολισμού συνιστά διάκριση στην απόλαυση του δικαιώματός του για σεβασμό της οικογενειακής ζωής αλλά και παραβίαση του άρθρου 14 της Σύμβασης που κατοχυρώνει την αρχή της μη διάκρισης.
18. Παρά την αρχική διστακτικότητα του Δικαστηρίου να αναγνωρίσει αντίστοιχα δικαιώματα στα ομόφυλα ζευγάρια, στη νομολογία των τελευταίων ετών διαφαίνεται μία διαφοροποίηση της τάσης αυτής. Κομβικής σημασίας θεωρείται η απόφαση Karner v. Austria όπου το ΕΔΑΔ δέχτηκε ότι η προστασία της οικογένειας με την παραδοσιακή έννοια, αιτιολογία την οποία επικαλέστηκε η Αυστριακή κυβέρνηση για να αποκλείσει το δικαίωμα του Karner να συνεχίσει να μένει στο διαμέρισμα του αποθανόντος ομόφυλου συντρόφου του, συνιστούσε διακριτική μεταχείριση λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού εφόσον προσέκρουε στην αρχή της αναλογικότητας. Με άλλα λόγια το ΕΔΑΔ κατέληξε ότι η άρνηση του κράτους να αναγνωρίσει δικαιώματα σε ομόφυλα ζευγάρια συνιστά διάκριση λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού, εκτός και αν αιτιολογείται επαρκώς και είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας.
19. Συγκεκριμένα το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι όταν η διαφορετικότητα της μεταχείρισης βασίζεται στο φύλο ή στο σεξουαλικό προσανατολισμό, η αρχή της αναλογικότητας δεν προϋποθέτει απλά το γεγονός ότι το μέτρο που επιλέγηκε για την προστασία της οικογένειας είναι κατ΄αρχήν κατάλληλο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Πρέπει ταυτόχρονα να καταδειχθεί ότι ήταν αναγκαίος ο αποκλεισμός των ατόμων σε ομόφυλη σχέση από το πεδίο εφαρμογής του συγκεκριμένου μέτρου για να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος σκοπός. Παρά το γεγονός δε, ότι το δικαστήριο επέμεινε στη θέση ότι μια διαρκής σχέση ομοφύλων δεν συνιστά οικογενειακή ζωή, αποστασιοποιήθηκε από τη θέση ότι η οικογένεια τίθεται σε κίνδυνο από την αναγνώριση κάποιων δικαιωμάτων σε ομόφυλα ζευγάρια. Έτσι, η προνομιακή θέση που επιφυλάσσεται στην ετερόφυλη οικογένεια, δεν σημαίνει απαγόρευση του νομοθέτη να αναγνωρίσει κάποιας μορφής νομική αναγνώριση των ομόφυλων ζευγαριών.
20. Συναφής με την Karner είναι και η πρόσφατη απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Kozak v. Poland , η οποία επίσης αφορούσε το δικαίωμα του αιτητή να διαδεχθεί τον αποθανόντα σύντροφό του στη μίσθωση του διαμερίσματος στο οποίο συμβιούσαν για πολλά χρόνια και το οποίο ανήκε στο Δήμο. Το ΕΔΑΔ σημείωσε ότι τα εθνικά δικαστήρια εστίασαν στην ομοφυλοφιλική σχέση του κ. Kozak με τον αποθανόντα ενοικιαστή του διαμερίσματος, προκειμένου να διαπιστώσουν κατά πόσο πληρούσε τις προϋποθέσεις της νομοθεσίας για διαδοχή στη μίσθωση. Απέρριψαν μάλιστα το αίτημά του με την αιτιολογία ότι σύμφωνα με την πολωνική νομοθεσία, μόνο η σχέση μεταξύ άνδρα-γυναίκας μπορεί να συνιστά de facto συγκατοίκηση που να προσομοιάζει στο γάμο.
21. Το ΕΔΑΔ αποδέχθηκε ότι η προστασία της οικογένειας, που βασίζεται στην ένωση άνδρα γυναίκας (όπως ορίζεται στο Σύνταγμα της Πολωνίας) μπορεί καταρχήν να αποτελέσει νόμιμο λόγο που να μπορεί ενδεχομένως να δικαιολογήσει τη διαφορετική μεταχείριση. Εντούτοις, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι στην προσπάθεια αναζήτησης της ισορροπίας ανάμεσα στην προστασία της οικογένειας και των δικαιωμάτων των ατόμων που ανήκουν σε σεξουαλικές μειονότητες, τα κράτη οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τις εξελίξεις στην κοινωνία συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι δεν υπάρχει μόνο ένας τρόπος που ένα άτομο μπορεί να διάγει την προσωπική του ζωή. Κατά συνέπεια, το ΕΔΑΔ δεν αποδέχτηκε ότι η συνολική εξαίρεση των ατόμων που ζουν σε ομοφυλοφιλική σχέση από το δικαίωμα στη διαδοχή στη μίσθωση είναι αναγκαία για την προστασία της οικογένειας και αποφάσισε ότι υπήρχε εν προκειμένω παραβίαση του άρθρου 8 σε συνδυασμό με το άρθρο 14 της ΕΣΔΑ.
22. Σχετικές, ιδίως ως προς την προστασία των ομοφυλόφιλων ατόμων από διακρίσεις, είναι και οι υποθέσεις L. and V. v. Austria και S.L. v. Austria . Στις αποφάσεις αυτές, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 209 του Αυστριακού Ποινικού Κώδικα που απαγόρευε τις ομοφυλοφιλικές σχέσεις μεταξύ ενηλίκων και συναινούντων αρρένων ανηλίκων ηλικίας 14-18 ετών, εμπεριείχε μια αδικαιολόγητη προκατάληψη και διαφορετική μεταχείριση των ομοφυλοφίλων σε σχέση με τους ετεροφυλόφιλους, ισοδύναμη με παρόμοιες αρνητικές στάσεις λόγω φύλου, καταγωγής ή χρώματος. Παρόλο που σε προηγούμενες υποθέσεις που αφορούσαν στο συγκεκριμένο άρθρο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δεν έκρινε παραβίαση των άρθρων 8 ή 14, το ΕΔΑΔ σημείωσε ότι η ΕΣΔΑ είναι ένα «ζωντανό εργαλείο, το οποίο πρέπει να τυχαίνει ερμηνείας υπό το φως των τρεχουσών συνθηκών» .
23. Στο σημείο αυτό αξίζει να επισημανθεί ότι, όπως προκύπτει και από τη νομολογία του ΕΔΑΔ, η έννοια του γάμου έχει αποσυνδεθεί από τον σκοπό της τεκνοποιίας, ενώ η οικογένεια προστατεύεται ανεξάρτητα από το δικαίωμα σύναψης γάμου. Μέσα από εκτενή νομολογία του το Δικαστήριο, έχει κάνει δεκτό ότι η έννοια της οικογενειακής ζωής, όπως αυτή προστατεύεται από το άρθρο 8 της Σύμβασης, δεν περιορίζεται μόνο στις οικογένειες που διαμορφώνονται στα πλαίσια του γάμου, αλλά μπορεί να εκτείνεται και σε de facto σχέσεις (Marckx v. Belgium). Περαιτέρω, όπως αναφέρθηκε και στην Kroon and others v. The Netherlands, για να θεωρηθεί μια σχέση ως εμπίπτουσα στον ορισμό της «οικογενειακής ζωής» , συνεκτιμούνται στοιχεία όπως η συμβίωση του ζευγαριού, η διάρκεια της σχέσης και η εκδήλωση της αφοσίωσης του ενός προσώπου προς το άλλο με την απόκτηση παιδιών ή με άλλους τρόπους.
24. Τον προηγούμενο μόλις μήνα, το ΕΔΑΔ με αφορμή την προσφυγή αυστριακών πολιτών, των κκ. Schalk και Kopf, στους οποίους οι αρχές της Αυστρίας αρνήθηκαν να χορηγήσουν άδεια γάμου, επειδή επρόκειτο για άτομα του ιδίου φύλου, άρχισε την ακρόαση της υπόθεσης και θα κληθεί να αποφανθεί κατά πόσο η ΕΣΔΑ κατοχυρώνει το δικαίωμα του γάμου μεταξύ ομοφύλων. Η προσφυγή αφορά γάμο με την στενή έννοια και όχι κάποια μορφή καταχωρημένης συμβίωσης. Η υπόθεση εκκρεμεί για περισσότερα από πέντε χρόνια και είχε υποβληθεί όταν η αυστριακή έννομη τάξη δεν παρείχε τη δυνατότητα στα ομόφυλα ζευγάρια να νομιμοποιήσουν τη συμβίωσή τους, κάτι που άλλαξε τον Ιανουάριο αυτού του έτους όταν η Αυστρία προχώρησε στην αναγνώριση του συμφώνου καταχωρημένης συμβίωσης. Στην προσφυγή τους ενώπιον του ΕΔΑΔ, οι δύο Αυστριακοί υποστηρίζουν ότι με την άρνηση χορήγησης άδειας γάμου παραβιάζονται τα άρθρα της ΕΣΔΑ, που αφορούν στο δικαίωμα στον γάμο, την προστασία της περιουσίας και την απαγόρευση διακρίσεων βάσει του σεξουαλικού προσανατολισμού. Πρόκειται πράγματι για μία υπόθεση καθοριστικής σημασίας η οποία αναμένεται να θέσει επί τάπητος το ζήτημα του γάμου μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου.
25. Από τη μελέτη των σχετικών αποφάσεων του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) διαφαίνεται μια επιφύλαξη για αναγνώριση των ομόφυλων συμβιώσεων. Αξίζει εντούτοις να σημειωθεί ότι, σε μια πρόσφατη απόφαση του (Tadao Maruko, C-267/06 ημερομηνίας 1.4.2008), το ΔΕΚ κλήθηκε να αποφανθεί σε προδικαστικό ερώτημα που έθεσε ενώπιον του δικαστήριο του Μονάχου, για το κατά πόσο η σύνταξη επιζώντος θα μπορούσε να παραχωρηθεί σε συντρόφους καταχωρημένης συμβίωσης. Το Δικαστήριο άγγιξε για πρώτη φορά το θέμα της αναγνώρισης δικαιωμάτων σε ευρωπαίους πολίτες που συνάπτουν σχέσεις με άτομα του ιδίου φύλου. Με την απόφαση αυτή το ΔΕΚ αναγνώρισε ότι η άρνηση καταβολής σύνταξης στον επιζώντα σύντροφο αποβιώσαντος ιδίου φύλου συνιστά άμεση δυσμενή διάκριση λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού, η οποία προσκρούει στις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1 και 2 της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ, στην υποθετική περίπτωση που οι επιζώντες σύντροφοι καταχωρημένης συμβίωσης βρίσκονται σε «παρεμφερή κατάσταση», όσον αφορά τη σύνταξη. Εφόσον ένα κράτος-μέλος, διαπιστώσει ότι το καθεστώς ενός ζευγαριού σε ελεύθερη συμβίωση, είναι «παρεμφερής» με αυτή ενός παντρεμένου ζευγαριού οφείλει να τους παρέχει τα ίδια δικαιώματα που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο.
26. Περαιτέρω, το ΔΕΚ, στην ίδια απόφαση, τόνισε ότι τα κράτη-Μέλη οφείλουν, «ακόμη και σε τομείς που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά τους, όπως η οικογενειακή κατάσταση και οι παροχές που εξαρτώνται από αυτήν, να τηρούν το κοινοτικό δίκαιο, και, μεταξύ άλλων, τις διατάξεις περί της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων» (§ 59). Η διασταλτική αυτή ερμηνεία του ΔΕΚ στην οδηγία 2000/78/ΕΚ ανοίγει ορίζοντες για πολύπλευρες αλλαγές στα κράτη μέλη της Ένωσης ενώ διευκολύνει σε εθνικό επίπεδο τη «θεσμοθέτηση νέων διατάξεων για την υιοθέτηση μέτρων ισότητας και για τις εναλλακτικές σχέσεις συμβίωσης που απομακρύνονται μεν των παραδοσιακών δομών αλλά εκφράζουν μια σύγχρονη πραγματικότητα που κανένας νόμος δεν μπορεί να αγνοήσει» .
Συγκριτικά στοιχεία
27. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αρκετές έννομες τάξεις αναγνώρισαν θεσμικά τις ομόφυλες συμβιώσεις, είτε με την υπαγωγή τους στο δίκαιο του πολιτικού γάμου (Ολλανδία, Βέλγιο, Ισπανία, Σουηδία, Νορβηγία) είτε με την καθιέρωση ενός ενιαίου για τα ομόφυλα και ετερόφυλα ζευγάρια συμφώνου (Γαλλία, Λουξεμβούργο, Ουγγαρία, Ολλανδία, Βέλγιο, Ανδόρα) είτε με την καθιέρωση ενός συμφώνου που αφορά μόνο στην καταχώρηση της συμβίωσης ομοφύλων (Αυστρία, Κροατία, Τσεχία, Δανία, Φινλανδία, Ισλανδία, Πορτογαλία, Σλοβενία, Σουηδία, Ελβετία, Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία). Διαφαίνεται κατά συνέπεια, ότι παρά το γεγονός ότι ούτε το κοινοτικό δίκαιο, ούτε η ΕΣΔΑ, υποχρεώνουν άμεσα τα κράτη να κατοχυρώνουν τις διαρκείς σχέσεις ομοφύλων, στην πλειονότητα των ευρωπαϊκών χωρών έχει γίνει πλέον δεκτό ότι η σεξουαλική ελευθερία, ως ειδικότερη έκφανση της αρχής της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή, σε συνδυασμό με την αρχή της ισότητας των φύλων και της απαγόρευσης διακρίσεων λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού, αξιώνουν την θεμελίωση του δικαιώματος σε μια αναγνωρισμένη και διασφαλισμένη από την πολιτεία συμβίωση μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου, με δικαιώματα και υποχρεώσεις ανάλογα ή ισάξια με αυτά του γάμου.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ-ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ-ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ
28. Σύμφωνα με τον κλασσικό ορισμό του νομοδιδασκάλου του Ρωμαϊκού Δικαίου, Μοδεστίνου, γάμος είναι «η ένωσις ανδρός και γυναικός και συγκλήρωσις του βίου παντός, θείου τε και ανθρωπίνου δικαίου κοινωνία». Παρά την αρχική επικράτηση του ορισμού αυτού, τον προηγούμενο αιώνα αφαιρέθηκαν βασικά συστατικά στοιχεία του ως άμεση συνέπεια της κατοχύρωσης θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως αυτό της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της αρχής της ισότητας των φύλων. Πλέον, η δια παντός «συγκλήρωσις» του βίου δεν αποτελεί δομικό στοιχείο του γάμου, καθώς επιτράπηκε το διαζύγιο, εξέλιξη που έλαβε χώρα σε άμεσο συσχετισμό με την διαμορφωμένη κοινωνική πραγματικότητα. Κατά δεύτερο λόγο, με τη θεσμοθέτηση του πολιτικού γάμου αποσυνδέθηκε ο γάμος από τη θρησκεία και την «ιερότητα» του μυστηρίου, ως συνέπεια του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους. Τέλος, όπως προαναφέρθηκε, σε αρκετές χώρες, η διαφορετικότητα των φύλων έχει παύσει πλέον να θεωρείται συστατικό στοιχείο ενός έγκυρου γάμου.
29. Η έρευνα που διενήργησα με αφορμή τις δύο καταγγελίες που έθεσαν υπόψη μου Κύπριοι πολίτες ανέδειξε το κενό δικαίου που υφίσταται αναφορικά με τη νομική αναγνώριση των συμβιωτικών σχέσεων μεταξύ ατόμων του ίδιου ή διαφορετικού φύλου. Όπως μάλιστα προκύπτει από τη μελέτη του οικείου κανονιστικού πλαισίου, η προοπτική νομικής αναγνώρισης αυτών των σχέσεων δεν συναντά προσκόμματα συνταγματικής υφής, καθώς το σύνταγμα παραπέμπει σε νόμο του κράτους για τη ρύθμιση του θέματος.
30. Στην πράξη, η εισαγωγή ρύθμισης για τη νομική αναγνώριση της ελεύθερης συμβίωσης μεταξύ ατόμων του ιδίου και του αντίθετου φύλου θα συνιστούσε ρεαλιστική ανταπόκριση σε μια υπαρκτή κοινωνική ανάγκη. Δεν παραγνωρίζω ότι στην περίπτωση των ετερόφυλων συντρόφων θα μπορούσαν να εξασφαλιστούν ευρύτερες συναινέσεις σε σχέση με τις συναινέσεις για ρύθμιση των ομόφυλων συμβιώσεων. Ούτε όμως παραβλέπω την υποχρέωση σεβασμού των δικαιωμάτων μιας μερίδας των πολιτών, όπως αυτή απορρέει από μια σειρά δεσμευτικών για την Κύπρο νομικών ρυθμίσεων που απαγορεύουν τις διακρίσεις στη βάση του σεξουαλικού προσανατολισμού.
31. Ειδικότερα, η νομική αναγνώριση των συμβιώσεων προσώπων του ιδίου φύλου, κρίνεται, υπό τις σημερινές συνθήκες, επιβεβλημένη, στα πλαίσια της αρχής της ίσης μεταχείρισης, αφού το υφιστάμενο κενό δικαίου δημιουργεί αναπόφευκτα ανισότητες σε βάρος αυτών των προσώπων οι οποίες είναι ανεπίδεκτες πειστικής αιτιολόγησης. Επιπλέον, η συνέχιση της κατάστασης αυτής και ειδικότερα η νομική παραγνώριση της κοινωνικής αυτής πραγματικότητας, αναπαράγει αρνητικά στερεότυπα και προκαταλήψεις έναντι των προσώπων αυτών.
32. Η εμπειρία μάλιστα του Γραφείου μου δείχνει ότι η ανάληψη ρυθμιστικής δράσης εκ μέρους των αρμοδίων οργάνων του κράτους θα εξάλειπτε τις διακρίσεις που υφίστανται Κύπριοι πολίτες, αλλά επιπλέον, θα συνιστούσε και ευθυγράμμιση με τη θεμελιώδη αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και τούτο επειδή, όπως σημείωνεται σε διαδοχικές εκθέσεις μου, το κενό που υφίσταται δεν καθιστά δυνατή την εφαρμογή στην πράξη της αρχής αυτής για τους Ευρωπαίους πολίτες που διαμένουν στην Κύπρου με τους ομόφυλους ή ετερόφυλους συντρόφους τους. Ειδικότερα, ο αποκλεισμός ομόφυλων ζευγαριών από το πεδίο εφαρμογής της σχετικής ευρωπαϊκής Οδηγίας , η οποία κατέστη ήδη μέρος της κυπριακής έννομης τάξης, συνιστά άμεση διάκριση Ευρωπαίων πολιτών λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού.
33. Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να εκφράσω την ικανοποίησή μου για την άμεση ανταπόκριση του Υπουργού Εσωτερικών στο πιο πάνω θέμα, συνεπεία της υποβολής της πρόσφατης σχετικής μου έκθεσης . Ο Υπουργός διαβεβαίωσε ότι η εν λόγω έκθεση θα τύχει της απαραίτητης μελέτης και ότι θα γίνει προσπάθεια να εντοπιστούν σημεία για τα οποία θα μπορούσε να γίνει αλλαγή της πολιτικής του Υπουργείου, με στόχο αυτή να προσαρμοστεί στην κατεύθυνσης της ίσης μεταχείρισης και τον τερματισμό «τυχόν Φυλετικών ή άλλων διακρίσεων».
34. Η αναγκαιότητα νομικής κατοχύρωσης της ελεύθερης συμβίωσης γίνεται πιο επιτακτική, αν αναλογιστεί κανείς ότι στην Κύπρο σήμερα η χωρίς γάμο συμβίωση, ακόμα και μακρόχρονη και σταθερή, δεν συνεπάγεται δικαιώματα ούτε ρυθμίζει περιουσιακές ή άλλες σχέσεις μεταξύ των συντρόφων. Με την έννοια αυτή, η νομική ρύθμιση της ελεύθερης συμβίωσης δεν υποσκάπτει το θεσμό του γάμου ο οποίος συνεχίζει να αποτελεί την επικρατούσα βάση δημιουργίας οικογένειας. Όμως η ρύθμιση αυτή αποτελεί ανταπόκριση σε μία εξελισσόμενη κοινωνική πραγματικότητα και σε πραγματικές ανάγκες ατόμων που είναι ισότιμα μέλη της κοινωνίας μας. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται τόσο από τις αντίστοιχες νομοθετικές πρόνοιες πολλών ευρωπαϊκών χωρών όσο και από τις επιταγές του ευρωπαϊκού και διεθνούς δικαίου για εξάλειψη κάθε μορφής διάκρισης.
35. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι το δικαίωμα σύναψης γάμου όπως και η έννομη προστασία κάθε άλλης σχέσης που αφορά την ιδιωτική ζωή του ατόμου, άπτεται της αυτονόητης αρχής σεβασμού της ανθρώπινης αξίας και ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας. Η Πολιτεία οφείλει να εξασφαλίζει τον ίδιο σεβασμό και προστασία σε όλους τους πολίτες, ανεξάρτητα από τις σεξουαλικές τους προτιμήσεις. Η πλήρης παραγνώριση υπαρκτών κοινωνικών μορφωμάτων, όπως η χωρίς γάμο συμβίωση και οι συνέπειες που αυτή παράγει (ασφαλιστικές, συνταξιοδοτικές, φορολογικές, περιουσιακές) στη βάση και μόνο του διαφορετικού σεξουαλικού προσανατολισμού είναι προφανές ότι παραβιάζει την αρχή της μη διάκρισης. Αποστερεί, εντέλει, από μια μερίδα πολιτών τη δυνατότητα πρακτικής διεκδίκησης δικαιωμάτων.
36. Είναι προφανές ότι η νομοθετική εξουσία είναι η αρμόδια να κρίνει, συνεκτιμώντας και αξιολογώντας τη μεγάλη ποικιλία θεσμικών ρυθμίσεων που έχουν υιοθετήσει άλλες χώρες. Θεωρώ, όμως, ότι ένα τέτοιο βήμα δεν θα θέσει σε κίνδυνο ούτε την κλασσική έννοια του γάμου ούτε την παραδοσιακή μορφή της οικογένειας ούτε και θα μεταβάλει τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά τους. Eν πάση περιπτώσει, η καθόλα θεμιτή προστασία του γάμου και της οικογένειας δεν μπορούν να επιτευχθούν με παραγνώριση των υπαρκτών στην κοινωνία ελεύθερων συμβιώσεων ή την άρνηση ανάληψης ρυθμιστικής δράσης, ή ακόμα με πρακτικές υποβάθμισης των συμβιωτικών σχέσεων. Εξάλλου, όπως προκύπτει και από την παρούσα έκθεση, η προοδευτική αναγνώριση δικαιωμάτων των μειονοτήτων, συμπεριλαμβανομένων και των σεξουαλικών, είναι διαπιστωμένο χαρακτηριστικό γνώρισμα πολλών σύγχρονων δημοκρατικών κρατών στις οποίες οι έννοιες των ηθών αναπροσαρμόζονται διαρκώς και διαμορφώνονται στη βάση των κοινωνικών διεργασιών, ενώ η σχέση δικαίου και κοινωνίας χαρακτηρίζεται από δυναμική αλληλεπίδραση.
37. Σύμφωνα με τον περί Καταπολεμήσεως των Φυλετικών και Ορισμένων Άλλων Διακρίσεων (Επίτροπος) Νόμο (Ν. 42 (Ι) /2004) ανατίθεται στον Επίτροπο Διοικήσεως η γενική αρμοδιότητα της καταπολέμησης και εξάλειψης των διακρίσεων. Το άρθρο 6 του νόμου αυτού καθορίζει ως απαγορευμένη με νόμο διάκριση κάθε μεταχείριση ή συμπεριφορά που συνιστά άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού. Υποβάλλω συνεπώς την παρούσα έκθεση στον Υπουργό Εσωτερικών και στον Πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων ώστε να μελετηθεί το περιεχόμενο και οι εισηγήσεις μου.
Ηλιάνα Νικολάου
Επίτροπος Διοικήσεως (Αρχή κατά του Ρατσισμού και των Διακρίσεων)
31 Μαρτίου 2010