Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2012

Η ένταξη των μεταναστών στην κυπριακή κοινωνία και η καταπολέμηση του ρατσισμού και των διακρίσεων

-->
To κείμενο που ακολουθεί είναι η ομιλία του Άριστου Τσιάρτα ενώπιον της διάσκεψης Ευρωπαίων ειδικών που διοργανώθηκε από την Κυπριακή Προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ στις 20 Νοεμβρίου 2012 με τίτλο “Shaping and implementing integration policies: Regional Authorities and Communities”. 
Ευχαριστώ θερμά τον Άριστο για την παραχώρηση της ομιλίας του.
   -------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Η ένταξη των μεταναστών στην κυπριακή κοινωνία, η δίκαιη μεταχείρισή τους από την πολιτεία, η επαρκής πρόσβαση τους στα θεμελιώδη κοινωνικά αγαθά και δικαιώματα της εργασίας, της παιδείας, της υγείας και της εκπαίδευσης, η καταπολέμηση του ρατσισμού και των διακρίσεων, καθώς και οι όροι της βαθμιαίας συγκρότησης μιας νέας πολυπολιτισμικής κοινωνίας συνιστούν μερικά από τα σημαντικότερα διακυβεύματα της μεταναστευτικής πολιτικής της Κύπρου. Τα κρίσιμα αυτά ζητήματα βρίσκονται στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου τα τελευταία χρόνια προκαλώντας συχνά εντάσεις και αντιδικίες.
Η νομοθετική και θεσμική δράση που έχει μέχρι σήμερα αναληφθεί στα θέματα της μετανάστευσης και της ένταξης, χαρακτηρίζονται από αποσπασματικότητα και αξιοσημείωτη καθυστέρηση απέναντι σε μια νέα κοινωνική πραγματικότητα που είτε έχει ήδη διαμορφωθεί είτε βρίσκεται ακόμα υπό διαμόρφωση. Σε μεγάλο βαθμό η καθυστέρηση αυτή αλλά και η δυστοκία και περιοριστική στάση έναντι της μετανάστευσης, τόσο σε επίπεδο κοινωνίας όσο και σε επίπεδο κρατικής πολιτικής και δημόσιας διοίκησης, οφείλεται στην ανεδαφική πεποίθηση ότι οι μετανάστες ήλθαν προσωρινά και θα φύγουν σύντομα, δηλαδή ότι η παρουσία τους είναι πρόσκαιρη και έχει ορατό όριο και τέλος.
Σήμερα στην Κύπρο ζει, συμμετέχοντας παραγωγικά, ένας μεγάλος αριθμός μεταναστών που φτάνει, με βάση τα τελευταία στοιχεία της έρευνας της Στατιστικής Υπηρεσίας, στο 20% περίπου του συνολικού πληθυσμού. Στον πληθυσμό αυτό συμπεριλαμβάνονται και οι Ευρωπαίοι πολίτες που διαμένουν μόνιμα στην Κύπρο. Στο εκπαιδευτικό σύστημα, οι μαθητές μεταναστευτικής προέλευσης αποτελούν, περίπου, το 10% του συνόλου του μαθητικού πληθυσμού. Τα στοιχεία αυτά καταγράφουν μία πρωτόγνωρή δημογραφική και κοινωνική αλλαγή. Μια κοσμογονία η οποία αλλάζει τη φυσιογνωμία της κυπριακής κοινωνίας. Αν τύχει της σωστής διαχείρισης μπορεί να καταστεί πολλαπλασιαστής ανάπτυξης και ευημερίας αλλά και παράγοντας που θα προάξει τη συμβίωση, τον πλουραλισμό, τη δημοκρατία των πολιτών και των δικαιωμάτων.
Τα δεδομένα δείχνουν ότι η Κύπρος μετατρέπεται σταδιακά σε χώρα υποδοχής μεταναστών σε ευρύτατη κλίμακα και μάλιστα σε περιορισμένο χρονικό διάστημα (τελευταία 20ετία). Χωρίς αμφιβολία, η διεύρυνση του ρόλου της μετανάστευσης στις διαχρονικές μεταβολές του συνολικού πληθυσμού και οι συνεπαγόμενες πολιτισμικές διεργασίες που τίθενται σε κίνηση, συνηγορούν στην αναγωγή της μετανάστευσης ως κυρίαρχης και μόνιμης πλέον δημογραφικής συνιστώσας. Ταυτόχρονα, η αιφνίδια διάχυση των ποικίλων εκδοχών της μετανάστευσης στην καθημερινότητα ενός λαού, συνηθισμένου να αντιμετωπίζει την εθνική και θρησκευτική ομοιομορφία ως θεμελιώδες αγαθό και να συγκινείται από την ιδέα του νόστου και της μετανάστευσης σε κάθε της εκδοχή, από αυτήν του ομηρικού Οδυσσέα ως αυτήν του Κύπριου μετανάστη στο Βόρειο Λονδίνο, ήταν αναπόφευκτο να συγκλονίσει βαθειά και με άγνωστες ακόμα συνέπειες την Κυπριακή κοινωνία.
Αναπόφευκτα, η μαζική παρουσία μεταναστών και η θεσμική της αναγνώριση, δοκιμάζει τις κυρίαρχες συλλογικές αξίες της παραδοσιακής ομοιογένειας της κοινωνίας. Ωθεί, ταυτόχρονα, στον προσδιορισμό νέων μορφών συλλογικής συνοχής και οργάνωσης και στην υπέρβαση των στεγανοποιημένων ταυτοτήτων μεταξύ “αλλοδαπών” και “ημεδαπών”. Με την έννοια αυτή η ένταξη των μεταναστών στην κυπριακή κοινωνία είναι μια επώδυνη διαδικασία, που αφορά εξίσου τους μετανάστες και την κοινωνία υποδοχής. Ως τέτοια γεννά αμηχανία και φοβικά σύνδρομα που επιτείνονται ενόψει και της τρέχουσας οικονομικής κρίσης.
Στις συνθήκες αυτές ο διάλογος περί ένταξης των μεταναστών γίνεται ιδιαίτερα επίκαιρος. Ωστόσο, στην περίπτωση της Κύπρου η συζήτηση αυτή παρουσιάζει δύο κατά την άποψη μου εγγενείς δυσχέρειες.
Mια πρώτη δυσχέρεια έχει να κάνει με το ότι μια κοινωνία υποδοχής εντάσσει μετανάστες ανάλογα με τις αξίες, τις πολιτικές και το ιδεολογικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο βασίζεται. Στην Κύπρο, πολλά από τα ζητήματα αυτά προκαλούν κοινωνικές εντάσεις, παραμένουν εκκρεμή και βρίσκονται ακόμα υπό διαπραγμάτευση. Επιπλέον, το ανοικτό Κυπριακό πρόβλημα και η ανασφάλεια που προκαλεί, σε συνδυασμό με τη διακηρυγμένη προοπτική επανένωσης του τόπου και της συμβίωσης με τους Τουρκοκύπριους δυσκολεύει τη διαχείριση νέων μορφών συλλογικού προσδιορισμού που παράγει η μετανάστευση. Δυσκολεύει, επίσης, τη δημιουργία ενός ανοικτού και απροκατάληπτου  διαλόγου γύρω από ερωτήματα του τύπου: ποια κοινωνία θέλουμε ως προς τα θέματα διαφορετικότητας και συμβίωσης με ανθρώπους με διαφορετική εθνική ή θρησκευτική καταγωγή, ποιος είναι ο ρόλος της μετανάστευσης στις νέες κοινωνικές μεταβολές που έχουν ήδη συντελεστεί, υπάρχουν περιθώρια για μια νέα πολιτειακή ταυτότητα που σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία θα φέρνει κοντά τους παλαιούς και τους νέους πολίτες κατά τρόπο που εμπλουτίζει τη δημοκρατία;
Μια δεύτερη δυσχέρεια αφορά στο ότι το ενταξιακό εγχείρημα που έχει αναληφθεί, αποτέλεσμα κυρίως της ανάγκης εναρμόνισης με την κοινοτικοποιημένη μεταναστευτική πολιτική, έφερε σταδιακά την Κυπριακή κοινωνία και τον κρατικό μηχανισμό αντιμέτωπους μ ένα νομικό πολιτισμό σταθερά προσανατολισμένο στη συστηματική και σθεναρή υπεράσπιση της ετερότητας και της άμεσα συνδεόμενης με αυτήν έννοιας των πολλαπλών ταυτοτήτων, της πολιτισμικής διαφοράς και των δικαιωμάτων του ατόμου. Ένα πολιτισμό με άλλα λόγια που συγκρούεται με τη λογική της αφομοίωσης και το ιδεολόγημα της αδιατάρακτης ομοιογένειας με τα οποία είμαστε συνηθισμένοι.
Σε αυτές τις συνθήκες τα δύσκολα και σύνθετα θέματα του ρατσισμού και των διακρίσεων, της ένταξης των μεταναστών μας καλούν να τα αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά, σε βάθος και χωρίς αναβολές. Όχι μόνο επειδή προκαλούν εντάσεις σε κοινωνικό επίπεδο. Κυρίως γιατί έχουν κεντρικό νόημα στη συγκρότηση και διατήρηση της συνοχής μιας κοινωνίας και επηρεάζουν την προβληματική που διατρέχει τον τρόπο συγκρότησης του κρατικού και εθνικού της αφηγήματος. Χωρίς αμφιβολία, η ρύθμιση των ζητημάτων αυτών απαιτεί σύνθετους προβληματισμούς με αναφορά πλέον σ ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο αυξημένων θεσμικών απαιτήσεων και μάλιστα σε μια συγκυρία όπου διεθνώς υιοθετούνται και επιβάλλονται αυστηρότεροι κανόνες σεβασμού και αποδοχής κάθε μορφής ετερότητας.
Εύλογα, η συζήτηση γύρω από αυτά τα ζητήματα επηρεάζεται από τη συνεχή αναβάθμιση του ρόλου της μετανάστευσης σε Ευρωπαϊκό επίπεδο και την αναγωγή της ως σημαντικής παραμέτρου πληθυσμιακής αύξησης. Στο πλαίσιο αυτό αναγνωρίζεται η αναγκαιότητα να διατηρηθεί η δυνατότητα υποδοχής νέων μεταναστευτικών πληθυσμών και ο κομβικός ρόλος που μπορεί να διαδραματίσει η μετανάστευση στην αποτροπή δύο από τις σημαντικότερες τάσεις του πληθυσμού της Ευρώπης. Δηλαδή τη σχετικά ασθενή αύξηση του συνολικού πληθυσμού της ΕΕ σε συνδυασμό με τη διεύρυνση της δημογραφικής γήρανσης.
Κάτω από τα δεδομένα αυτά, στην Κύπρο έχει διαμορφωθεί ένα ενταξιακό πλαίσιο, που δεν έχει πάρει τη μορφή ενός ενιαίου και συνεκτικού νομοθετήματος και αποτελείται κατά βάση από ρυθμίσεις που διαλαμβάνονται σε Ευρωπαϊκές Οδηγίες που ενσωματώθηκαν στο εσωτερικό δίκαιο. Το πλαίσιο αυτό, το οποίο λόγω της προέλευσης του έχει ως πυξίδα την προώθηση και εδραίωση της ένταξης των μεταναστών, είναι διάσπαρτο σε δυσνόητα νομοθετικά κείμενα, ασαφείς και περίπλοκες κανονιστικές διατάξεις, συγκρουόμενες και συχνά αντιφατικές εγκύκλιους, οδηγίες και πρακτικές. Σε κάποιες, μάλιστα, περιπτώσεις η εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου έχει υπαχθεί σε τέτοιες αυστηρές προϋποθέσεις και διατυπώσεις που καθίσταται σχεδόν αδύνατη η εφαρμογή των προνοιών του για το μεταναστευτικό πληθυσμό. Ως αποτέλεσμα, δημιουργείται ένα κλίμα ανασφάλειας δικαίου, το οποίο δεν εδραιώνεται μόνο στους μετανάστες, αλλά αποτελεί, σένα βαθμό, μέρος της αυτοσυνείδησης της δημόσιας διοίκησης.
Μια πρόσθετη συναφής πτυχή, σε σχέση με την εφαρμογή του acquis communautaire στα θέματα μετανάστευσης, αποτελεί και το ότι, στη δική μας περίπτωση ,η υιοθέτηση και εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου χαρακτηρίστηκε, εξαρχής, από τη λογική της αποδοχής του χαμηλότερου κοινού παρονομαστή. Το γεγονός δε ότι πολλές από τις Οδηγίες περιέχουν ρήτρα που επιτρέπει στα κράτη τη διατήρηση ευνοϊκότερων ρυθμίσεων από τον ελάχιστο παρονομαστή που συμφωνείται σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν οδήγησε σε αύξηση των προτύπων προστασίας των δικαιωμάτων των μεταναστών ούτε και  αναχαίτισε την τάση συρρίκνωσης τους σε καθημερινό επίπεδο.
Στις συνθήκες αυτές δεν είναι καθόλου αμελητέα τα θετικά βήματα που έγιναν ως προς τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των μεταναστών. Όμως, η πρόοδος που έχει συντελεστεί στην υιοθέτηση και εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου σε εθνικό επίπεδο δεν ήταν η αναμενόμενη. Θα μπορούσε δε να υποστηριχθεί ότι οι ρυθμίσεις των ευρωπαϊκών Οδηγιών, στην πρακτική τους εφαρμογή, δεν ανταποκρίθηκαν επαρκώς στις προκλήσεις και την πραγματικότητα που φιλοδοξούσαν να ρυθμίσουν.
Η σημαντικότερη εξέλιξη, σε συμβολικό και ουσιαστικό επίπεδο ήταν η υιοθέτηση, το 2009, του Σχεδίου Δράσης για την Ένταξη των Μεταναστών και η θεσμοθέτηση της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων που έχει συμβουλευτικό και εισηγητικό χαρακτήρα στα θέματα της ένταξης. Δυστυχώς, η σύνθεση της Επιτροπής, αν και ευρεία, περιλαμβάνει μόνο κρατικούς φορείς και σε αυτή δε συμμετέχουν κοινωνικοί φορείς και οργανώσεις των μεταναστών με συνέπεια να αδυνατίζει η νομιμοποίηση της και να μην αναπτύσσεται η αναγκαία, στα ζητήματα της ένταξης, δημόσια διαβούλευση.
Πάντως, το Σχέδιο, η αξία του οποίου θα πρέπει να αναγνωριστεί στους εμπνευστές και τους συντάκτες του, επιδίωξε, για πρώτη φορά να δώσει πολιτικό χαρακτήρα και διέξοδο σένα εκκρεμές κοινωνικό ζήτημα και να δημιουργήσει ένα πλαίσιο άσκησης πολιτικής ένταξης εστιάζοντας σε οκτώ άξονες δράσεις, κάτω από το τρίπτυχο νομιμότητα, κοινωνική ένταξη και καταπολέμηση του ρατσισμού και των διακρίσεων. Αναμφίβολα, το Σχέδιο Δράσης αποτέλεσε ένα πρώτο θετικό βήμα και μια σαφή ένδειξη ποιοτικής στροφής στην προσέγγιση της ένταξης, αφού αποτυπώνει μια αντίληψη μετάβασης από το δίκαιο της εξαίρεσης και της αποτροπής, σ ένα νέο πλαίσιο συμπερίληψης και ένταξης των μεταναστών. Εμμέσως, αναγνωρίζει το ειδικό βάρος της μετανάστευσης αλλά και τα οφέλη και τη δυναμικότητα που έχει αποκομίσει η Κύπρος χάρη στην εργασία των μεταναστών. Σε αδρές γραμμές, το Σχέδιο σηματοδοτεί το πλαίσιο χάραξης και εφαρμογής πολιτικών ένταξης που ξεπερνούν τον στενά αποτρεπτικό ή κατασταλτικό χαρακτήρα.
Σε μεγάλο βαθμό οι μεταναστευτικές και ενταξιακές ρυθμίσεις έχουν οικονομική προσέγγιση, δεν αποσκοπούν στο να διαχειριστούν μετανάστευση μεγάλης κλίμακας ούτε και μόνιμη εγκατάσταση σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία. Από την άλλη, η ένταξη νοείται περισσότερο ως μια διαδικασία κοινωνικής πειθάρχησης των μεταναστών που επιδιώκει να προσαρμόσει στάσεις και συμπεριφορές στα πρότυπα της Κυπριακής κοινωνίας, παρά ως αναγνώριση της ετερότητας και ένταξης τους σε μια ανοικτή και πολυπολιτισμική κοινωνία.
Το ενταξιακό πλαίσιο διαπερνά η αντίληψη της προσωρινότητας της παραμονής των μεταναστών, των περιορισμένων δικαιωμάτων των μεταναστών, καθώς και η έντονα γραφειοκρατική και δύσκαμπτη λειτουργία διαχείρισης και διοικητικού ελέγχου. Τούτο βέβαια εξηγείται από το γεγονός ότι η διαχείριση της μεταναστευτικής ροής, αντιμετωπίζει τη μετανάστευση ως πρόβλημα προς επίλυση και όχι ως ένα κοινωνικό φαινόμενο συνθετικό της εξέλιξης της Κυπριακής κοινωνίας. Ωστόσο, δεν φαίνεται να έχει επιτευχθεί στην πράξη η δημιουργία της ισορροπίας ανάμεσα στην ασφάλεια των δικαιωμάτων και στην καταπολέμηση των πρακτικών εκμετάλλευσης και διακρίσεων. Τέτοιες πρακτικές είναι ιδιαίτερα έντονες στην περίπτωση των άτυπων μεταναστών, ενός πληθυσμού που ζει ευκαιριακά και περιθωριακά ιδιαίτερα ευάλωτου στην εκμετάλλευση, αλλά και σε κλάδους εργασίας όπως η οικιακή εργασία, όπου οι μετανάστριες  εργαζόμενες αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του συνολικού μεταναστευτικού εργατικού δυναμικού.
Παρά το ενταξιακό εγχείρημα του Σχεδίου, πολλά και σημαντικά ζητήματα εξακολουθούν να παραμείνουν ανοικτά. Αναφέρομαι στο ζήτημα  των άτυπων μεταναστών, που παραμένουν εγκλωβισμένοι στην αφάνεια και την κοινωνική περιθωριοποίηση, αλλά και της τακτοποίησης του καθεστώτος όσων βρίσκονται στην Κύπρο για πολλά χρόνια, και έχουν εγκαθιδρύσει μια μη αναστρέψιμη πορεία ενσωμάτωσης, λόγω των μόνιμων και σταθερών βιοτικών σχέσεων που έχουν ήδη αναπτύξει με τον τόπο. Σημαντικά θέματα που αναζητούν ρύθμιση, τα οποία άπτονται του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σημαντικού μέρους του μεταναστευτικού πληθυσμού, είναι αυτά της  ασφυκτικής εξάρτησης των μεταναστών από τους εργοδότες τους, καθώς και όσα αφορούν στην έμφυλη διάσταση της μετανάστευσης, δεδομένου του μεγάλου αριθμού μεταναστριών που ζει και εργάζεται στον τομέα της οικιακής εργασίας κάτω από ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες που τις καθιστούν εκτεθειμένες σε πολλαπλές διακρίσεις και παραβιάσεις δικαιωμάτων. Ουσιώδης και απαραίτητη για την ένταξη, είναι και η αναγνώριση πολιτικών δικαιωμάτων των μεταναστών και συμμετοχής τους, τουλάχιστον στις εκλογές για την ανάδειξη των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης. Τούτο δεν αποτελεί μόνο εκπλήρωση δεσμεύσεων που έχει αναλάβει η Κύπρος αλλά εκπλήρωση ηθικής απαίτησης που απορρέει από τις αρχές ενός σύγχρονου δημοκρατικού κράτους, με βάση τις οποίες πρόσωπα που έχουν αναπτύξει σταθερούς και μόνιμους δεσμούς με την τοπική κοινωνία θα πρέπει να έχουν λόγο και να συμμετέχουν στοιχειωδώς στη διαχείριση των τοπικών υποθέσεων.
Ομολογουμένως, η πρόκληση της ένταξης των μεταναστών δημιούργησε αμηχανία στη διαχείριση του σύνθετου μεταναστευτικού ζητήματος, ενώ ανέδειξε και όξυνε υπαρκτές κοινωνικές παθογένειες. Τούτο βέβαια δεν αφορά μόνο στη μετανάστευση. Αφορά και σε άλλα κοινωνικά ζητήματα, η διαχείριση των οποίων απαιτεί βαθιές τομές και όχι αποσπασματικές ρυθμίσεις. Ωστόσο, το πεδίο της διαχείρισης της μετανάστευσης και της ένταξης των  μεταναστών είναι και το πλέον χαρακτηριστικό, καθώς η μαζική παραγωγική παρουσία των μεταναστών θέτει, αυτόματα, ζητήματα ως προς τη συγκρότηση και τις αντοχές μιας κοινωνίας, η οποία στέκεται αμήχανη μπροστά στην πρόκληση αποτελεσματικής και παραγωγικής διαχείρισης μιας μεγάλης κοινωνικής μεταβολής προς όφελος του συλλογικού συμφέροντος.
Σε αυτές τις συνθήκες δεν είναι καθόλου τυχαίο το αντιμεταναστευτικό κλίμα που έχει επικρατήσει καθώς και τα αυξημένα και σοβαρά ρατσιστικά περιστατικά που λαμβάνουν χώρα, μερικές φορές με ιδιαίτερη ένταση.
Ως προς το χειρισμό των περιστατικών αυτών, τα οποία αποτελούν την πιο δυσάρεστη πλευρά της μεταναστευτικής εμπειρίας, είναι σημαντικό να τονιστούν οι υπάρχουσες αδυναμίες επαρκούς και αξιόπιστης καταγραφής τους, όπως επίσης και το γεγονός ότι παραμένει ουσιαστικά ανεφάρμοστη η νομοθεσία που επισύρει αυστηρές ποινικές κυρώσεις για διάπραξη ρατσιστικών αδικημάτων. Οι αδυναμίες αυτές δείχνουν ότι πάσχει σοβαρά ολόκληρο το πλαίσιο προστασίας προσώπων που υφίστανται ρατσιστικές επιθέσεις με αποτέλεσμα να παραμένουν αδιερεύνητες, ανεξιχνίαστες και ατιμώρητες πολλές ρατσιστικές συμπεριφορές και ενέργειες. Αξίζει δε να τονιστεί ότι χωρίς αποφασιστική δράση για αποτελεσματική αντιμετώπιση των φαινομένων διακρίσεων και ποικίλων εκδηλώσεων ρατσιστικής βίας, είναι τουλάχιστον παράδοξο να μιλάμε για επιτυχία οποιασδήποτε πολιτικής ένταξης.
Δυστυχώς, τα φαινόμενα αυτά, το κλίμα και οι διεργασίες που τα παράγουν, καθώς και οι δευτερογενείς αντιδράσεις που προκαλούν, συνιστούν σημαντικές και καθόλου αμελητέες πτυχές της πορείας ένταξης των μεταναστών. Το κλίμα ξενοφοβίας που δημιουργεί ο διάχυτος ρατσιστικός λόγος σε μεγάλη μερίδα της δημόσιας ζωής και των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, συντείνουν στο να αποκτήσουν οι μετανάστες μια κοινωνική και πολιτισμική ταυτότητα αρνητικά νοηματοδοτημένη, με κρίσιμη όμως επικοινωνιακή ισχύ. Στο πλαίσιο αυτό οι μετανάστες παρουσιάζονται συμβολικά ως μέλη μιας ενιαίας ομάδας. Χωρίς αυτόνομη προσωπικότητα, πάντοτε, όμως, με εθνικότητα. Κατ΄επέκταση, η ταυτότητα και η ετερότητα γίνονται, συχνά, αντικείμενο  αποπροσανατολιστικών και ισοπεδωτικών επικοινωνιακών μύθων.
Από την άλλη, φραστικές επιθέσεις στοχοποίησης των μεταναστών και αιτητών ασύλου, οι παράνομες πρακτικές εργοδοτών και πολλές άλλες πρακτικές εκμετάλλευσης, κακομεταχείρισης και διακρίσεων, όχι μόνο τροφοδοτούν τα ξεσπάσματα ρατσιστικής βίας αλλά χρήζουν αξιολόγησης και μελέτης ως σημαντικές αυτοτελείς μορφές θυματοποίησης των μεταναστών.
Η κρίση που πλήττει σήμερα την Κυπριακή οικονομία, με κύριο χαρακτηριστικό την αύξηση της ανεργίας, έχει οδηγήσει σε υποχώρηση των επιχειρημάτων περι θετικής συμβολής των μεταναστών στην οικονομία του τόπου. Στις συνθήκες αυτές οι μετανάστες από την αφάνεια ή τη συγκαταβατική ανοχή, περνούν σε μια περισσότερο δυσμενή θέση, ως υπεράριθμο βάρος μιας κτυπημένης από την κρίση Κυπριακής κοινωνίας. Έτσι, οι μετανάστες μετατρέπονται πλέον ως οι αποκλειστικά υπεύθυνοι για την ανεργία, για τους χαμηλούς μισθούς και για τη διατήρηση της παραοικονομίας.
Η διαμορφωμένη σήμερα κοινωνική πραγματικότητα δείχνει ότι η σιωπηρή υπερεκμετάλλευση της εργασίας των μεταναστών, η διαχείριση της ανομίας και της συχνά άτυπης εργασίας των μεταναστών προκάλεσαν ανασφάλεια και συρρίκνωση δικαιωμάτων αλλά και πρακτικές διακρίσεων που δεν επηρεάζουν πλέον αρνητικά το μεταναστευτικό εργατικό δυναμικό αλλά επεκτείνονται σε όλους τους εργαζόμενους.
Στις σημερινές συνθήκες οικονομικής στενότητας ο διάλογος που έχει αναπτυχθεί για τα ζητήματα της μετανάστευσης δείχνει πόσο μακριά μπορεί (ή δεν μπορεί) να φτάσει η προστασία των δικαιωμάτων των μεταναστών και η καταπολέμηση των διακρίσεων και του ρατσισμού, όσο δεν μεταβάλλονται ριζικά οι όροι της ένταξης τους στην κοινωνία. Μολονότι οι θετικές εξελίξεις που έλαβαν χώρα στο πεδίο της ένταξης των μεταναστών σηματοδοτούν και τη πρόοδο που έχει συντελεστεί, εξακολουθούν να παραμένουν σημαντικές θεσμικές εκκρεμότητες που άπτονται κυρίως της θέσης και της αναγνώρισης των μεταναστών ως υποκειμένων δικαίου και φορέων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Με αυτά τα δεδομένα, το υπάρχον ενταξιακό πλαίσιο, λόγω των ανεπαρκειών που παρουσιάζει και των προβλημάτων εφαρμογής του, συνεχίζει να αναζητά ξεκάθαρη στοχοθέτηση, συνεκτικότητα και σαφή προσανατολισμό.
Είναι για τους λόγους αυτούς που η διαμόρφωση μιας σύγχρονης μεταναστευτικής πολιτικής που θα καθορίζει τους κοινωνικούς, οικονομικούς, πολιτικούς και θεσμικούς όρους ένταξης των μεταναστών σε μια  ανοιχτή και πλουραλιστική κοινωνία παραμένει ένα δύσκολο αλλά αναγκαίο εγχείρημα. Μια τέτοια πολιτική θα πρέπει να ανταποκρίνεται στην εξέλιξη και πολυπλοκότητα του φαινομένου της μετανάστευσης και να προσδιορίζει τις προτεραιότητες, τους άξονες και τους μηχανισμούς διαχείρισης της ένταξης των μεταναστών. Κυρίως όμως θα πρέπει να σηματοδοτεί το πέρασμα από πρακτικές αποκλεισμού και διακρίσεων σε πολιτικές κοινωνικής συμπερίληψης, ικανές να ανταποκριθούν στις ανάγκες της εξέλιξης της κυπριακής κοινωνίας.