COURT OF APPEAL (CIVIL DIVISION)
ON APPEAL FROM QUEEN'S BENCH DIVISION
MR JUSTICE JACK
[2006] EWHC 2226 (QB)
ON APPEAL FROM QUEEN'S BENCH DIVISION
MR JUSTICE JACK
[2006] EWHC 2226 (QB)
1. Εισαγωγή - Ιστορικό
Η παρούσα παρέμβαση έχει σκοπό την απόδοση στα ελληνικά των σημαντικότερων αποσπασμάτων της απόφασης του αγγλικού εφετείου στην υπόθεση Μελέτιος Αποστολίδης εναντίον David Charles Orams και Linda Elizabeth Orams, η οποία εκδόθηκε στις 19 Ιανουαρίου 2010. Μετά τη ρηθείσα μετάφραση, ακολουθεί ένας σύντομος σχολιασμός επί του θέματος του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, υπό το φως και της πρόσφατης απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) στην υπόθεση Δημόπουλος και άλλοι εναντίον Τουρκίας. [1]
Η χρονολογική εξέλιξη των γεγονότων και των δικαστικών αποφάσεων έχει ως ακολούθως: Ο κ. Αποστολίδης είναι ιδιοκτήτης ακίνητης περιουσίας στο κατεχόμενο μέρος της Κύπρου. Το 2002 το ζεύγος Όραμς «αγόρασε» μέρος αυτής της ακίνητης περιουσίας από Τουρκοκύπριο με τίτλο ιδιοκτησίας της «Τουρκικής Δημοκρατίας Βορείου Κύπρου». Το 2004 το επαρχιακό δικαστήριο της Λευκωσίας εξέδωσε απόφαση με την οποία οι Όραμς διατάσσονταν να κατεδαφίσουν την έπαυλη, να επιστρέψουν την περιουσία και να καταβάλουν αποζημιώσεις. Η υπόθεση ήχθη ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κύπρου, το οποίο απέρριψε την έφεση των Όραμς.[2] Κάνοντας χρήση του Κανονισμού 44/2001,[3] ο κ. Αποστολίδης επιδίωξε την αναγνώριση και εκτέλεση της τελεσίδικης κυπριακής απόφασης στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η απόφαση του αγγλικού δικαστηρίου για εγγραφή της απόφασης προσβλήθηκε επιτυχώς από τους Όραμς ενώπιον του High Court[4] και η υπόθεση έφτασε στο εφετείο. Το τελευταίο παρέπεμψε πέντε προδικαστικά ερωτήματα στο ΔΕΚ, εκ των οποίων τα τρία συναφή, για την παρούσα ανάλυση, είχαν ως ακολούθως:
- αν η αναστολή της εφαρμογής του κοινοτικού κεκτημένου στο βόρειο τμήμα, την οποία προβλέπει το άρθρο 1, παράγραφος 1, του Πρωτοκόλλου αριθ. 10, εμποδίζει την εφαρμογή του Κανονισμού 44/2001 επί αποφάσεως η οποία εκδόθηκε από κυπριακό δικαστήριο εδρεύον στο υπό κυβερνητικό έλεγχο τμήμα, αλλά αφορά ακίνητο το οποίο κείται στο εν λόγω βόρειο τμήμα.
- αν το γεγονός ότι μια απόφαση εκδίδεται από δικαστήριο κράτους μέλους, σχετικά με ακίνητο το οποίο κείται σε περιοχή του κράτους αυτού στην οποία η κυβέρνηση του εν λόγω κράτους δεν ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο, μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά παράβαση του κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας που διατυπώνεται στο άρθρο 22, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001 και, κατά συνέπεια, να δικαιολογήσει την άρνηση αναγνωρίσεως ή εκτελέσεως της αποφάσεως αυτής κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 35, παράγραφος 1, του ως άνω κανονισμού.
- αν το γεγονός ότι απόφαση που εξέδωσαν τα δικαστήρια ενός κράτους μέλους σχετικά με ακίνητο το οποίο κείται σε περιοχή του κράτους αυτού στην οποία η κυβέρνηση του εν λόγω κράτους δεν ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο δεν μπορεί στην πράξη να εκτελεστεί στον τόπο όπου βρίσκεται το ακίνητο συνιστά λόγο αρνήσεως αναγνωρίσεως ή εκτελέσεως δυνάμει του άρθρου 34, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001.
Το ΔΕΚ εξέδωσε την απόφασή του επί της προδικαστικής παραπομπής στις 28 Απριλίου 2009.[5]
2. Μετάφραση κύριων αποσπασμάτων
Δικαστής Pill:
Συμπεράσματα επί του πρώτου ζητήματος
56. Σε σχέση με τους ισχυρισμούς του BRS,[6] οι αναγνωρισμένες εξουσίες των de facto αρχών κάτω από το διεθνές εθιμικό δίκαιο, κατά τη γνώμη μου, δεν προσθέτουν τίποτα στο παρόν πλαίσιο των ισχυρισμών που προέβαλαν οι εφεσίβλητοι. Το ΔΕΚ κατέληξε στην απόφασή του με πλήρη επίγνωση των «πρακτικών ζητημάτων» που σχετίζονται με την Κύπρο. Στο βαθμό που οι ισχυρισμοί αμφισβητούν την απόφαση του ΔΕΚ, είναι καταδικασμένοι σε αποτυχία. Στο βαθμό που βασίζονται στο διεθνές εθιμικό δίκαιο στο πλαίσιο της πολιτικής, δεν προσθέτουν τίποτα. Οι ενστάσεις κατά της εκτέλεσης δεν ενισχύονται διά της στήριξης επί του διεθνούς εθιμικού δικαίου, παρά στα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας και τις ενέργειες του Γενικού Γραμματέα. Η επίκληση εννοιών του διεθνούς εθιμικού δικαίου για τις εξουσίες των de facto αρχών δεν παραμερίζει ή επιδρά, σε αυτό το πλαίσιο, ούτε στη νομιμότητα της απόφασης του ΔΕΚ ούτε στις υποχρεώσεις του Ηνωμένου Βασιλείου σε σχέση με το άρθρο 34(1) του Κανονισμού.
64. Ευσεβάστως συμφωνώ με τη γνώμη της Γενικής Εισαγγελέως επί του ζητήματος, που εκφράζεται σαφώς στις παραγράφους 45, 46, 48, 110 και 111 (παράγραφοι 35 εως 37 πιο πάνω). Σημαντικό βάρος θα πρέπει να δοθεί υπό τις περιστάσεις σε αυτή τη γνώμη. Η απάντηση στον ισχυρισμό των εφεσίβλητων είναι σαφής και απορρίπτεται. Προσθέτω ότι το ΔΕΚ, έχοντας δηλώσει στην παράγραφο 37 της Krombach το 2000 ποια προσέγγιση πρέπει να υιοθετηθεί, δεν με εκπλήττει καθόλου ότι το δικαστήριο δεν κλήθηκε, στην προηγούμενη περίσταση, να παραπέμψει το ζήτημα στο ΔΕΚ.
65. Στην απόφασή του, προσχέδιο της οποίας έχω διαβάσει, ο δικαστής Lloyd εκθέτει το ουσιαστικό μέρος της επιστολής της 20ής Ιουλίου 2009 από την Υπουργό Εξωτερικών επί των ζητημάτων της Κύπρου. Συμφωνώ με την ανάλυση του δικαστού Lloyd αναφορικά με το περιεχόμενο της επιστολής. Ωστόσο, ακόμα και αν η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου εξέφραζε μια άποψη στο δικαστήριο, πρώτον, ότι η πολιτική της ήταν να θέσει ως απόλυτη προτεραιότητα να μην παραβλάψει τις συνομιλίες, και δεύτερον, ότι η εκτέλεση των κυπριακών αποφάσεων θα προκαλούσε τέτοια βλάβη, το δικαστήριο θα όφειλε να ακολουθήσει τη διαδικασία που εξεταστηκε στις προηγούμενες παραγράφους αυτής της απόφασης για τη διαμόρφωση της απόφασής του επί του άρθρου 34(1). Η κυβέρνηση δεν μπορεί να υποβάλλει στο δικαστήριο ποια είναι η δημόσια τάξη στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπως αυτή η έκφραση χρησιμοποιείται σε ένα διεθνές όργανο όπως ο Κανονισμός, και με αυτόν τον τρόπο να οδηγήσει το δικαστήριο στη μη εκτέλεση των αποφάσεων.
66. Η δημόσια τάξη, όπως προνοείται στον Κανονισμό, δεν μπορεί να καθοριστεί από την παρούσα αντίληψη της σημερινής κυβέρνησης σε σχέση με το τι είναι πρόσφορη εξωτερική πολιτική. Το να επιτραπεί αυτό θα αποτελούσε από μόνο του παράβαση ενός κανόνα δικαίου του Ηνωμένου Βασιλείου (Krombach). Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η κυβέρνηση έχει αποπειραθεί ή ότι θα αποπειράτο κάτι τέτοιο.
Δικαστής Lloyd:
112. O κ. Green υπέβαλε, επίσης, ότι κατά το μέτρο που υπάρχει μια ένδειξη για τη στάση της κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου στο θέμα της πολιτικής, αυτό υποστηρίζει τις αντιρρήσεις του. Βασίστηκε σε μια επιστολή της βαρόνης Kinnock, η οποία ήταν τότε Υπουργός με αρμοδιότητα τα ευρωπαϊκά θέματα στο Υπουργείο Εξωτερικών, ημερομηνίας 20 Ιουλίου 2009. Η επιστολή φέρεται να έχει γραφτεί προς απάντηση επιστολής προς τον Πρωθυπουργό, η οποία περιέκλειε ένα αίτημα επί του θέματος του περιουσιακού στη βόρεια Κύπρο. Επειδή ο κ. Green επεδίωξε να στηριχθεί εκτενώς στην επιστολή αυτή, ενώ ο κ. Beazley πρότεινε ότι δεν έδινε καμιά υποστήριξη στην ύπαρξη της ισχυριζόμενης πολιτικής, είναι διευκολυντικό να εκτεθεί πλήρως το ουσαστικό μέρος αυτής της επιστολής:
«Εκτιμώ τη βαθιά ανησυχία της τουρκοκυπριακής κοινότητας αναφορικά με τις πιθανές επιπλοκές της πρόσφατης απόφασης του ΔΕΚ. Αντιλαμβάνομαι ότι πολλοί Τουρκοκύπριοι ανησυχούν ότι η υπόθεση μπορεί να έχει αρνητικό αντίκτυπο τόσο επί της τουρκοκυπριακής οικονομίας όσο και να υπονομεύσει την ευρύτερη διαδικασία διευθέτησης. Δεν είναι προς το συμφέρον του ΗΒ να δει την πραγματοποίηση καμίας εκ των δυο πιθανοτήτων.
Ωστόσο, καθώς αυτή η υπόθεση έχει δυνητικά ευρείες επιπλοκές, δεν είναι ούτε πρέπον ούτε δυνατό να αποτραπούν τα άτομα από το να αναζητήσουν το δίκαιό τους μέσω των δικαστηρίων. Τώρα που το ΔΕΚ έχει αποφασίσει επί των κεντρικών σημείων του κοινοτικού δικαίου, το θέμα επιστρέφει στο αγγλικό εφετείο, το οποίο πρέπει να αποφασίσει τώρα πώς να προχωρήσει, περιλαμβανομένου και του ερωτήματος της δημοσίας τάξεως. Δεν θα ήταν πρέπον για την κυβέρνηση της Μεγαλειότητάς της να προσπαθήσει να παρέμβει στις συνεχιζόμενες νομικές διαδικασίες.
Η κυβέρνηση της Μεγαλειότητάς της παραμένει δεσμευμένη στην υποστήριξη των εδραιωμένων παραμέτρων των Η.Ε. για μια διευθέτηση διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας βασισμένης στην πολιτική ισότητα, όπως καθορίζεται στα σχετικά ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών. Γι’ αυτό το λόγο πιστεύω ότι το περίπλοκο θέμα του περιουσιακού μπορεί να επιλυθεί πλήρως στο πλαίσιο μιας περιεκτικής διευθέτησης. Οι νομικές διαδικασίες που κινούνται από ιδιώτες δεν είναι υποκατάστατο μιας διαπραγματευμένης λύσης, που ισοζυγίζει τα συμφέροντα των δυο κοινοτήτων.
Οι δηλώσεις του Ελληνοκύπριου και του Τουρκοκύπριου ηγέτη μετά την έκδοση της απόφασης με διαβεβαίωσαν ότι παραμένουν δεσμευμένοι στη διαδικασία των διαπραγματεύσεων. Οποιεσδήποτε κι αν είναι οι δυσκολίες, δεν μπορεί να είναι προς το συμφέρον καμιάς εκ των κοινοτήτων να αφήσουν εξωτερικά γεγονότα να τις εκτρέψει από τη διαδικασία διαπραγμάτευσης.
Υπάρχει τώρα μια μοναδική ευκαιρία να επιλυθεί το Κυπριακό πρόβλημα. Με πολιτική θέληση και συμβιβασμό και από τις δύο πλευρές πιστεύω ότι οι δυο ηγέτες μπορούν να συμφωνήσουν σε ένα σχέδιο διευθέτησης, το οποίο να καλύπτει όλες τις πτυχές του Κυπριακού προβλήματος, περιλαμβανομένου του περιουσιακού. Μια τέτοια διευθέτηση θα απομάκρυνε την υπάρχουσα αβεβαιότητα, θα παρήγε σημαντικά οικονομικά οφέλη και θα επέτρεπε στους Τουρκοκύπριους να λάβουν τη θέση που δικαιωματικά τους ανήκει ως Ευρωπαίοι πολίτες. Η Ευρωπαϊκή Ένωση παραμένει δεσμευμένη στο σκοπό αυτό».
113. Ο κ. Green τόνισε τις τελευταίες δύο προτάσεις στην τρίτη παράγραφο, όπως παρατίθεται πιο πάνω, ως προς την ανάγκη μιας περιεκτικής λύσης με σκοπό την πλήρη επίλυση του πολύπλοκου προβλήματος του περιουσιακού ισοζυγίζοντας τα συμφέροντα και των δύο κοινοτήτων, τις οποίες καμία ιδιωτική νομική διαδικασία δεν μπορεί να αντικαταστήσει. Ωστόσο, η επιστολή δεν λέει ότι οι οι νομικές διαδικασίες μεταξύ ιδιωτών δεν μπορούν ή δεν θα έπρεπε να αχθούν ενώπιον της δικαιοσύνης ή να επιδιωχθούν, και κρατά μια προσεκτική ουδετερότητα σε σχέση με οποιοδήποτε ζήτημα προκύπτει από τις παρούσες διαδικασίες για την αναγνώριση και εκτέλεση. Η κυβέρνηση θα μπορούσε να είχε επιδιώξει να παρέμβει, σε αυτό το στάδιο, όπως θα μπορούσε εξάλλου να λάβει δικαιωματικά μέρος στις διαδικασίες ενώπιον του ΔΕΚ. Δεν το έπραξε και δεν σκοπεύει να το πράξει. Συμφωνώ με το σχολιασμό του κ. Beazley's επί της επιστολής, ότι δηλαδή δεν υποστηρίζει την εισήγηση ότι η κυβέρνηση θεωρεί το θέμα ως θέμα δημοσίας τάξεως για το οποίο κανένα διάβημα δεν μπορεί να ληφθεί, που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την επίλυση του όλου προβλήματος. Αντιθέτως, ενώ δίνει έμφαση στην υποστήριξη και τη δέσμευση της κυβέρνησης για μια περιεκτική λύση μέσω των διαπραγματεύσεων, αφήνει πρόδηλα ανοικτό το ενδεχόμενο για διαδικασίες ιδιωτών θεωρώντας «ούτε πρέπον ούτε δυνατό» να επιδιωχθεί η αποτροπή οποιασδήποτε τέτοιας διαδικασίας.
114. Αν, τότε, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου δεν προσφέρει υποστήριξη για την ύπαρξη μιας θεμελιώδους δημόσιας πολιτικής, όπως ισχυρίζεται ο κ. Mr Green, ποιος άλλος λόγος υπάρχει για να υποτεθεί ότι τέτοια πολιτική υπάρχει, η οποία θα απέκλειε την εκτέλεση της κυπριακής απόφασης στο Η.Β.;
115. Ο κ. Green στηρίζεται στα διαχρονικά ψηφίσματα των Η.Ε., και τους όρους του 10ου πρωτοκόλλου. Οι πιο σχετικές πρόνοιες στο πρωτόκολλο έχουν παρατεθεί από τον δικαστή Pill στην παράγραφο 16. Ο κ. Green υπέβαλε ότι είναι πολύ ασύνηθες για ένα έγγραφο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αυτού του τύπου να περιλαμβάνει μια αναφορά, όπως αυτή που εμφανίζεται στην πρώτη παράγραφο του προοιμίου για τις προσπάθειες του τότε Γενικού Γραμματέα των Η.Ε. κ. Annan, και ότι αυτό έδειχνε ότι έπρεπε να δοθεί ιδιαίτερη σημασία στην ειρηνευτική διαδικασία, ένα σημαντικό μέρος της οποίας αποτελούσαν οι προσπάθειες του εκείνο το χρόνο, όπως περιληπτικά τις παρουσιάζει ο δικαστής.
116. Ακολούθως, όπως έχει ήδη αναφερθεί στηρίχθηκε στις παρατηρήσεις της Γενικής Εισαγγελέως στην παράγραφο 109 της γνώμης της αναφορικά με το νομικά δεσμευτικό καθεστώς των απαιτήσεων της διεθνούς πολιτικής σε σχέση με το Κυπριακό πρόβλημα, υποστηρίζοντας ότι η Γενική Εισαγγελέας είχε ακολούθως αποκλείσει εκείνη την εισήγηση, όταν ειχε περιγράψει ως εξαιρετικά αμφίβολο το κατά πόσον οι σκοποί της πολιτικής θα μπορούσαν να ιδωθούν ως θεμελιώδεις λόγοι δημόσιας τάξης εντός πεδίου του άρθρου 34.1. Εγώ δεν βρίσκω απροσδόκητη κατ’ ουδένα τρόπο την έκφραση καμίας εκ των δυο γνωμών. Από τη μια, τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών έχουν δεσμευτικό αποτέλεσμα στα μέλη του ΟΗΕ. Από την άλλη, λειτουργούν σε ένα υψηλό επίπεδο γενικότητας και επηρεάζουν τις πολιτικές των Κυβερνήσεων στο διεθνές επίπεδο, και δεν είναι ικανά ή κατάλληλα να εφαρμοστούν απευθείας ως μέρος του εθνικού δικαίου ορισμένων κρατών. Αυτό είναι το νόημα της παραγράφου 111 της γνώμης της Γενικής Εισαγγελέως. Επίσης, κατά την άποψή μου φαίνεται και στους όρους της επιστολής της βαρώνης Kinnock την οποία ήδη παρέθεσα. Εκείνη η επιστολή δηλώνει τη δέσμευση της κυβέρνησης, στο διεθνές επίπεδο, ως προς την αναζήτηση μιας περιεκτικής διευθέτησης ως της μόνης λογικής λύσης, αλλά απέχει από το να εισηγηθεί οποιαδήποτε εφαρμογή αυτού του σκοπού και στόχου σε σχέση με τις νομικές διαδικασίες μεταξύ ιδιωτών όπως η παρούσα. Κατά αυτόν τον τρόπο, είναι συνεπής με την αποδοχή των διεθνών υποχρεώσεων αυτής της χώρας όπως πηγάζουν από τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας (όπως επίσης, βέβαια, από τη Συνθήκη Εγγυήσεως, που αναφέρθηκε από τον δικαστή Pill), αλλά, επίσης, και με την εισήγηση ότι το δεσμευτικό αποτέλεσμα των ψηφισμάτων, όπως και της Συνθήκης, περιορίζονται στην επικράτεια της διεθνούς κυβερνητικής δράσης και δεν έχει οποιοδήποτε αντίκτυπο στις νομικές διαδικασίες μεταξύ ιδιωτών.
117. Ο κ. Green υποστήριξε πως ακόμη και η περιορισμένη υποστήριξη που δίδεται από τη γνώμη της Γενικής Εισαγγελέως στην παράγραφο 109, ευνοεί την άποψη ότι υπάρχει ένα σοβαρό ερώτημα προς εξέταση, το οποίο απαιτεί ξεκαθάρισμα από το ΔΕΚ. Υπέβαλε, επίσης, ότι όσον αφορά το συμπέρασμά της επί αυτού του σημείου, διαφώνησε με τους ισχυρισμούς της Επιτροπής και ότι αυτή η διαφωνία υποστηρίζει την εισήγηση ότι το σημείο επιδέχεται συζήτηση και ότι δεν είναι acte clair. Δεν αποδέχομαι αυτό το επιχείρημα. Η Επιτροπή όντως ήγειρε το θέμα, αλλά κατά διστακτικό τρόπο («δεν αποκλείει» στην παράγραφο 112) και χωρίς να διαμορφώνει οποιαδήποτε δήλωση πολιτικής. Είναι, επίσης, αξιοσημείωτο ότι, συνεπώς προς προηγούμενες αποφάσεις του δικαστηρίου, η Επιτροπή εισηγήθηκε ότι η απόφαση κατά πόσον η εκτέλεση θα ήταν πρόδηλα ασύμβατη με μια σχετική δημόσια τάξη ήταν απόφαση που θα έπρεπε να ληφθεί από τον εθνικό δικαστή στα δικαστήρια του σχετικού κράτους-μέλους (παράγραφος 113). Συνεπώς είναι περισσότερο ατυχές ότι, παρόλο που όλο το υποστηρικτικό υλικό ήταν διαθέσιμο καθ’ όλη τη διάρκεια, αυτοί οι οποίοι συμβούλευαν τον κύριο και την κυρία Orams δεν εισηγήθηκαν ούτε προέβαλαν μια τέτοια πολιτική κατά τη διάρκεια της έφεσης ενώπιον του δικαστή Jack, που ήταν το χρονικό σημείο όπου τα ζητήματα ως προς την ύπαρξη και τους όρους της σχετικής δημόσιας τάξης, και το αποτέλεσμά τους σε σχέση με την επιδιωκόμενη αναγνώριση ή την εκτέλεση, θα έπρεπε να καθοριστούν ούτε και πέρασε από το μυαλό του δικαστή σε εκείνο το στάδιο ούτε και σε οποιονδήποτε εμπλεκόμενο στο στάδιο της πρώτης ακρόασης στο Εφετείο ότι ενδεχομένως να υπάρχει ένα τέτοιο θέμα δημόσιας τάξης και ότι θα μπορούσε να είναι σχετικό με την υπόθεση.
118. Έχω φτάσει στο ίδιο συμπέρασμα με αυτό στο οποίο έφτασε ο δικαστής Pill επί αυτού του σημείου. Δεν υπάρχει οποιοδήποτε εφαρμοστέο θέμα δημόσιας τάξης στο Η.Β. προς το οποίο θα αντίκειτο προφανώς η αναγνώριση και εκτέλεση της απόφασης του κυπριακού δικαστηρίου. Δύναμαι να αποδεχτώ ότι η κυβέρνηση του Η.Β. δεσμεύεται από τα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Η.Ε. για να κάνει ό,τι μπορεί για να βοηθήσει στην επίτευξη μιας συνολικής διευθέτησης στο πρόβλημα. Ωστόσο, ένα θέμα δημόσιας τάξης σχετικό με το άρθρο 34.1 πρέπει να είναι πολύ πιο συγκεκριμένο και ακριβές ως προς το περιεχόμενο και το αποτέλεσμά του, παρά από τη διεθνή υποχρέωση που υφίσταται στην παρούσα υπόθεση. Κατά την άποψή μου, η γνώμη της Γενικής Εισαγγελέως πραγματεύεται το θέμα ορθά, και δεν δίνει στήριγμα στις διαφωνίες που προβλήθηκαν εκ μέρους του κυρίου και της κυρίας Orams. Ακόμα και η Επιτροπή στις γραπτές της προτάσεις δίνει πολύ λίγη υποστήριξη σε αυτές τις διαφωνίες και η όποια ενθάρρυνση μπορεί να έχουν δώσει, δεν υπερκεράζουν, κατά την κρίση μου, τη γνώμη της Γενικής Εισαγγελέως.
Σχολιασμός
Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι η ερμηνεία του όρου «δημόσια τάξη» γίνεται κατά αυστηρά γραμματική ερμηνεία, σύμφωνα και με την απόφαση του ΔΕΚ. Η ερμηνεία του όρου επαφίεται στο δικαστήριο του κράτους-μέλους, το οποίο είναι επιφορτισμένο με την υποχρέωση να προσδιορίσει το περιεχόμενό του, ανεξαρτήτως από τις προτεραιότητες της κυβερνητικής πολιτικής. Σε σχέση με την απόφαση του ΔΕΚ θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι για ένα δικαστήριο το οποίο έχει δεχθεί έντονη κριτική για την επεκτακτική ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, παραμένει αυστηρά προσκολλημένο στο γράμμα του Κανονισμού 44/2001. Οι αποφάσεις και των δύο δικαστηρίων παραμένουν ανεπηρέαστες από το πολιτικό πλαίσιο της υπόθεσης, αφού διαφορετική προσέγγιση θα άνοιγε το κουτί της Πανδώρας.[7]
Λίγους μήνες μετά την έκδοση της απόφασης στην υπόθεση Όραμς, η οποία προστέθηκε ως άλλη μια νομική νίκη στον κατάλογο των υποθέσεων που πηγάζουν από το Κυπριακό, η πλήρης Ολομέλεια του ΕΔΔΑ εξέδωσε την απόφασή της επί του παραδεκτού στην υπόθεση Δημόπουλος. Το περιεχόμενό της, αν και κλόνισε τη σειρά νομικών νικών σε διάφορα διεθνή φόρα, δεν αποτέλεσε έκπληξη για όποιον παρακολουθούσε την πορεία των κυπριακών υποθέσεων στο ΕΔΔΑ από την απόφαση Λοϊζίδου και εντεύθεν. Αν και οι δυο δικαιοταξίες, του ΔΕΚ και του ΕΔΔΑ, είναι προφανώς διακριτές, μοιράζονται έναν κοινό τόπο στο ζήτημα των κυπριακών περιουσιών. Οι αποφάσεις από τα δύο δικαστήρια αναμένεται ότι θα επηρεάσουν όχι μόνο την πορεία των συνομιλιών για την επίλυση του Κυπριακού, λόγω του ειδικού βάρους των δύο οργάνων, αλλά και την ελληνοκυπριακή πολιτική σκήνη. Η τελευταία κυριαρχείται από το 2004 από τη ρητορική της «ευρωπαϊκής λύσης», η οποία παρουσιάζεται ως ένα συμπαγές σύστημα αξιών και μέτρων έναντι των οποίων οι προτάσεις της ελληνοκυπριακής πλευράς (αλλά και η όποια συμφωνία επίλυσης) πρέπει να συμμορφώνονται.
Αν και μέχρι σήμερα δεν έχει αρθρωθεί ένας πλήρης και πειστικός λόγος που να οριοθετεί το βάθος και τη δυναμική της «ευρωπαϊκής λύσης», η φράση δεν παύει να επαναλάμβάνεται ως ένα mantra που εξάπτει το συλλογικό φαντασιακό μεγάλης μερίδας της ελληνοκυπριακής πλευράς, το οποίο καλείται να ξορκίσει τις δυσκολίες και τη δυσοίωνη προοπτική επίλυσης που προκύπτουν από τα σημερινά δεδομένα των διεθνών ισορροπιών. Σε σχέση με το πολύπλοκο ζήτημα του περιουσιακού, η «ευρωπαϊκή λύση» ευαγγελίζεται το δικαίωμα της πλήρους και ανεξαίρετης επιστροφής των περιουσιών στους νόμιμους ιδιοκτήτες τους. Στη βάση της επιχειρηματολογίας βρίσκονται οι αρχές της Ε.Ε., ανάμεσά τους και ο σεβασμός στα ανθρώπινα δικαιώματα.[8] Η έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων παρουσιάζεται έτσι ως η έννοια που συνδέει τη δικαιοταξία της ΕΕ, και κατ’ επέκταση του ΔΕΚ, με αυτή του ΕΔΔΑ. Ο κύκλος του επιχειρήματος κλείνει με την επίκληση του σεβασμού του δικαιώματος στην περιουσία και την υποχρέωση απόδοσης των ελληνοκυπριακών περιουσιών στους νόμιμους ιδιοκτήτες τους. Διαφορετική κατάληξη δεν θα ανταποκρίνεται στα ευρωπαϊκά σταθμά. Η δύναμη του επιχειρήματος έγκειται στην απλότητα της συλλογιστικής του, η οποία ωστόσο αγνοεί τις πολυεπίπεδες διαβαθμίσεις που περιέχονται στην κατοχύρωση και προστασία του δικαιώματος στην περιουσία, αλλά και ευρύτερα στη δυνατότητα της ευρωπαϊκής πολιτικής και δικαιικής τάξης να προσαρμοστεί σε εξαιρέσεις από το κεκτημένο που ενδεχομένως να φέρει μια μελλοντική λύση.[9]
Ήδη μια απλή ανάγνωση του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (απο)δεικνύει ότι το δικαίωμα δεν είναι απόλυτο.[10] Και πέρα από το κείμενο, αυτό αποδεικνύεται από την ερμηνεία που δόθηκε στο άρθρο, εφαρμοζόμενο στις κυπριακές υποθέσεις που ήχθησαν ενώπιον του ΕΔΔΑ. Ειδικά, η τελευταία από τις αποφάσεις, στην υπόθεση Δημόπουλος, φέρει έντονα ένα αρνητικό πρόσημο, με τις αναφορές του δικαστηρίου: στην εξέλιξη του προβλήματος που επηρεάζει τη διαμόρφωση της γνώμης του,[11] στο ότι με το περασμα του χρόνου ο τίτλος ιδιοκτησίας μπορεί να αποβεί κενός οποιασδήποτε πρακτικής συνέπειας[12] και στο ότι δεν μπορεί να αναλάβει το ρόλο να επιβάλει στην Τουρκία την έξωση και μεταστέγαση ενός δυνητικά μεγάλου αριθμού ατόμων για να ικανοποιηθούν τα δικαιώματα των ατόμων των οποίων το δικαίωμα στην περιουσία έχει παραβιασθεί.[13]
Είναι, επίσης, αξιοσημείωτο ότι τα δυο δικαστήρια δίνουν το ίδιο μήνυμα με δύο αντίθετους τρόπους. Το μεν ΔΕΚ εμμέσως με την αυστηρή προσκόλλησή του στο γράμμα του Κανονισμού, χωρίς περαιτέρω τοποθέτηση της υπόθεσης στο ευρύτερο πλαίσιο από το οποίο προκύπτει,[14] ενώ το ΕΔΔΑ δηλώνει κατά τρόπο ευθύ ότι δεν μπορεί πλέον να είναι επιφορτισμένο με ένα πρόβλημα που θα έπρεπε ήδη να είχε επιλυθεί.[15]
Οι πιο κάτω συμπερασματικές παρατηρήσεις γράφονται υπό το φως των πιο πάνω σκέψεων. Η νομική διάσταση του Κυπριακού, και ειδικότερα αυτή που αναφέρεται στη διεκδίκηση δικαιωμάτων από ιδιώτες, είτε μέσα από την προσφερόμενη από τον Κανονισμό 44/2001 οδό, δηλαδή με την επιδίωξη αναγνώρισης και εκτέλεσης κυπριακών δικαστικών αποφάσεων σε άλλα κράτη μέλη της ΕΕ,[16] είτε μέσα από την υποβολή αλλεπάλληλων προσφυγών στο ΕΔΔΑ φαίνεται να έχει εξαντλήσει τα όριά της.
Από τη μια, η πρώτη επιλογή έχει ab initio αμελητέο πεδίο αποτελεσμάτων λόγω των εγγενών της περιορισμών ως προς τον αριθμό ατόμων εναντίον των οποίων μπορεί κάποιος να στραφεί και τις (μη) ρεαλιστικές δυνατότητες να επιτευχθεί άλλο αποτέλεσμα πέραν της χρηματικής αποζημίωσης. Επιπλέον, δεν μπορεί να προβλεφθεί με βεβαιότητα ότι μια αντίστοιχη υπόθεση θα έχει το ίδιο αποτέλεσμα. Η απόφαση στην υπόθεση Όραμς εκδόθηκε πριν από την υπόθεση Δημόπουλος. Το αγγλικό Εφετείο είχε δηλώσει ότι: «Το ΕΔΔΑ έχει επαναβεβαιώσει τον τίτλο ιδιοκτησίας για όσους εκτοπίστηκαν από τις τουρκικές αρχές. Αυτό δεν είναι ένα πολλά υποσχόμενο πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορεί να (υποστηριχθεί) ότι λόγοι δημόσιας τάξης εντός αυτής της δικαιοδοσίας απαιτούν τη μη εκτέλεση των αποφάσεων των νόμιμων δικαστηρίων της Δημοκρατίας».[17] Με την τελευταία απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Δημόπουλος καθίσταται αμφίβολο αν μια παρόμοια υπόθεση θα έχει τις ίδιες προοπτικές επιτυχίας. Για τη δεύτερη επιλογή, το ΕΔΔΑ δίνει με σαφήνεια τις δύο επιλογές που έχουν πλέον οι ιδιοκτήτες περιουσιών στα κατεχόμενα: είτε να αναμένουν την επίλυση του προβλήματος είτε να κάνουν χρήση της νομικής οδού που προσφέρει η Επιτροπή Ακίνητης Περιουσίας, ως εσωτερικό ένδικο μέσο.[18]
Στον ευρύτερο ορίζοντα των πολιτικών επιλογών, δεν μπορεί παρά να διαπιστωθεί ότι η ρητορική της «ευρωπαϊκής λύσης» είναι εξόχως προβληματική από δύο τουλάχιστον σκοπιές. Από τη μια, αδυνατεί να συλλάβει το εύρος των πολιτικών και νομικών επιλογών που υπάρχουν αυτή τη στιγμή στον ευρωπαϊκό χώρο, διατυπώνοντας την ίδια στιγμή ένα σύνθημα που επικαλείται καταχρηστικά ένα σύστημα αρχών και αξιών.[19] Από την άλλη, αν ιδωθεί στις ορθές του διαστάσεις, μέσα και από τις ερμηνείες των δυο δικαστηρίων στα οποία γίνεται αναφορά σε αυτό το σχόλιο, τότε η πολιτική δυναμική του είναι πλέον προβληματική για την ελληνοκυπριακή πλευρά. Κι αυτό γιατί η ηθική και η νομική υπεροχή που εξασφάλιζαν οι προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις ανατρέπονται δραματικά.
Εν κατακλείδι: την επομένη της έκδοσης της απόφασης στην Όραμς, ο δικηγόρος του κ. Αποστολίδη δήλωσε: “The party is over”, αναφερόμενος στο ξεπούλημα των ελληνοκυπριακών περιουσιών στα κατεχόμενα. Ενδεχομένως η δήλωση να ήταν ορθή, αλλά ταυτόχρονα θα πρέπει να κηρύξουμε και το τέλος του μύθου ότι το Κυπριακό είναι ένα νομικό πρόβλημα που θα λυθεί στις αίθουσες των δικαστηρίων.
* Ο συγγραφέας επιθυμεί να ευχαριστήσει τον Στέργιο Κοφίνη και την Κατερίνα Στεφάνου για τις παρατηρήσεις τους επί του προσχεδίου του παρόντος. Λάθη και παραλείψεις βαρύνουν αποκλειστικά τον γράφοντα. Nikolas.Kyriakou@eui.eu
[1] ΕΔΔΑ, Δημόπουλος και άλλοι εναντίον Τουρκίας, (προσφυγές 46113/99, 3843/02, 13751/02, 13466/03, 14163/04, 10200/04, 19993/04 and 21819/04), απόφαση επί του παραδεκτού, 1 Μαρτίου 2010.
[3] Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ L 12 της 16.1.2001).
[4] David Charles Orams, Linda Elizabeth Orams and Meletios Apostolides, [2006] EWHC 2226 (QB), Case No. QB/2005/PTA/0897, http://www.bailii.org/ew/cases/EWHC/2006/2226.html.
[5] C‑420/07, Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) [αίτηση του Court of Appeal (England & Wales) (Civil Division) - Ηνωμένο Βασίλειο - για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] - Μελέτιος Αποστολίδης κατά David Charles Orams, Linda Elizabeth Orams, 28 Απριλίου 2009.
[6] Ακρωνύμιο της «British Resident’s Society». Το νομικό αυτό πρόσωπο έκανε παρέμβαση υπέρ των εφεσίβλητων, ως τρίτο μέρος στην υπόθεση ενώπιον του Εφετείου.
[7] Ν. LAVRANOS, The ECJ and Cyprus : keeping the Pandora Box firmly closed, SSRN: http://ssrn.com/abstract=1460639, σ. 6 επ.
[9] Ν. SKOUTARIS, The Cyprus issue: The four freedoms in a (Member) State of siege, 2009, διδακτορική διατριβή, Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο.
[10] Το άρθρο προβλέπει: «Παv φυσικόv ή voµικόv πρόσωπov δικαιoύται σεβασµoύ της περιoυσίας τoυ. Ουδείς δύvαται vα στερηθή της ιδιoκτησίας αυτoύ ειµή διά λόγoυς δηµoσίας ωφελείας και υπό τoυς πρoβλεπoµέvoυς, υπό τoυ vόµoυ και τωv γεvικώv αρχώv τoυ διεθvoύς δικαίoυ όρoυς.
Αι πρoαvαφερόµεvαι διατάξεις δεv θίγoυσι τo δικαίωµα παvτός Κράτoυς όπως θέση εv ισχύι Νόµoυς oύς ήθελε κρίvει αvαγκαίov πρoς ρύθµισιv της χρήσεως αγαθώv συµφώvως πρoς τo δηµόσιov συµφέρov ή πρoς εξασφάλισιv της καταβoλής φόρωv ή άλλωv εισφoρώv ή πρoστίµωv».
[16] πρβλ. Τ. GRANT, Introductory note to the European Court of Justice (GC): Apostolides v. Orams, 48 International Legal Materials, 2009, σελ. 789.
[19] Για μια συνοπτική αποδόμηση της «ευρωπαϊκής λύσης», βλ. M.CREMONA, N.SKOUTARIS, Speaking of the de…rogations: accommodating a solution of the Cyprus issue within the Union legal order, Journal of Balkan and Near Eastern Studies, 11(4), σ. 381-395.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου