ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 103/2008
(Υποθ. Αρ. 589/06-593/06)
18 Μαΐου, 2011
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
1. OZALP BEHIC ΑΛΛΩΣ OZALP SARICAOGLU,
ΤΑΣΚΕΝΤ – ΚΕΡΥΝΕΙΑ,
2. ECE BEHIC ΑΛΛΩΣ ECE KASIF ΑΛΛΩΣ ECE FIRTINAER,
ΤΑΣΚΕΝΤ – ΚΕΡΥΝΕΙΑ
3. SUZAN BEHIC ΑΛΛΩΣ SUZAN SARICAOGLU,
ΤΑΣΚΕΝΤ – ΚΕΡΥΝΕΙΑ,
Εφεσείοντες-αιτητές,
Και
1. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑΣ, ΛΕΥΚΩΣΙΑ,
2. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ, ΛΕΥΚΩΣΙΑ
3. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΛΕΥΚΩΣΙΑ,
4. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΛΕΥΚΩΣΙΑ,
Εφεσίβλητοι-Καθ΄ων η αίτηση.
Σεφικά Τουρτουράν (κα), για εφεσείοντες
Δ. Καλλίγερος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για εφεσίβλητους.
Ορκίζεται η μεταφράστρια Χρυστάλλα Φράγκου.
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Π.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Οι πέντε αυτές προσφυγές αφορούσαν την τύχη πέντε Τουρκοκύπριων αγνοουμένων από το 1974 και καταχωρήθηκαν από στενούς συγγενείς τους και συνεκδικάστηκαν, αφού υπήρχε ταυτότητα των θεμάτων που εγείρονταν στην κάθε μία.
Τα γεγονότα, στα οποία αναφέρονται οι αιτητές είναι τα ακόλουθα. Στις 14.8.1974, κατά τον ισχυρισμό τους, ένοπλοι Ελληνοκύπριοι οδήγησαν τους πέντε αγνοούμενους από το σπίτι τους στο Δημοτικό Σχολείο της Τόχνης, όπου και θεάθηκαν για τελευταία φορά.
Είναι η θέση τους ότι, παρά τα διαβήματα τους, η Κυπριακή Δημοκρατία, εν όψει πληροφοριών πως θανατώθηκαν, δε ζήτησε το λείψανο τους και δεν οδήγησε στη δικαιοσύνη τους ενόχους. Πρόβαλαν, περαιτέρω, πως, εν πάση περιπτώσει, δεν τους ενημέρωσαν εγγράφως περί της τύχης τους και δεν προέβη η Κυπριακή Δημοκρατία στις οφειλόμενες ενέργειες στο πλαίσιο αποτελεσματικής έρευνας για να διακριβωθεί η τύχη τους, παρά το ότι της δόθηκαν οι αναγκαίες πληροφορίες και στοιχεία.
Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, αποδεχόμενος προδικαστική ένσταση των καθ΄ων η αίτηση, κατέληξε πως το θέμα συνιστούσε Πράξη της Κυβέρνησης (acte de gouvernement) και απέρριψε τις προσφυγές λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η πιο πάνω κατάληξη του Δικαστηρίου και περαιτέρω προβάλλεται ακυρότητα της διαδικασίας, αφού οι αυθεντίες στις οποίες αναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο σχετικά με το νομικό θέμα ήταν γραμμένες στην Ελληνική γλώσσα.
Υποστήριξαν οι αιτητές ότι πλήγηκαν τα ανθρώπινα τους δικαιώματα, αφού οι αποφάσεις δεν εκδόθηκαν στην Τουρκική γλώσσα με βάση το Σύνταγμα και ούτε η Νομοθεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας και η διαδικασία ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου είχε ως γλώσσα την Τουρκική, που είναι επίσημη γλώσσα του κράτους.
Το Άρθρο 3.1 του Συντάγματος, που αφορά τις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας, υπήρξε αντικείμενο εξέτασης στην υπόθεση Kasapoglou v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 301. Στη σελ. 307 αναφέρονται τα ακόλουθα:
«. . . παρατηρούμε πως έχει νομολογηθεί ότι το Άρθρο 3.1 του Συντάγματος δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής λόγω πρακτικών δυσκολιών και συνεπώς τα επίσημα έγγραφα δεν διατυπώνονται στην Τουρκική γλώσσα (The United Bible Societies (Gulf) v. Χατζηκακού (1990) 1 Α.Α.Δ. 395).»
Το σκεπτικό της πιο πάνω απόφασης υιοθετήθηκε και στην Cerkez v. Δημοκρατίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 314. Επισημαίνεται ότι και εδώ, όπως και στις δύο πιο πάνω υποθέσεις, το Δικαστήριο φρόντισε να μεταφραστούν όλα τα έγγραφα και όλη η διαδικασία στην Τούρκικη γλώσσα, για να αποφευχθεί οποιαδήποτε παραβίαση συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος των εφεσειόντων και να εξασφαλιστεί η διεξαγωγή δίκαιης δίκης. Είναι, κατά συνέπεια, η κρίση μας ότι δεν ευσταθεί η θέση των αιτητών, αφού, με βάση το δίκαιο της ανάγκης, ούτε τα έγγραφα μπορούν να είναι, ούτε η διαδικασία να διεξαχθεί, στην Τουρκική γλώσσα.
Όσον αφορά το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστή ότι η πράξη που προσβάλλεται δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου με βάση το Άρθρο 146, αφού η προσβαλλόμενη πράξη συνιστά πράξη κυβερνήσεως, αποφαινόμεθα ότι αυτό είναι ορθό.
Πέρα από την προδικαστική ένσταση, η θέση της Δημοκρατίας επί της ουσίας είναι ότι ουδέποτε αδράνησε η Κυπριακή Δημοκρατία, αλλά αντίθετα προέβη σε όλες τις απαιτούμενες διαδικασίες και έλαβε όλα τα αναγκαία μέτρα για να διακριβωθεί η τύχη των Τουρκοκυπρίων αγνοουμένων, κάτι που απαιτεί μακρές και χρονοβόρες διαδικασίες. Όμως, όπως ορθά επεσήμανε και ο πρωτόδικος Δικαστής, το θέμα που τίθεται με την προδικαστική ένσταση στην παρούσα υπόθεση, δεν είναι η ευθύνη του κράτους, αλλά η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για να αποφανθεί για τέτοια ευθύνη.
Αποτελεί πάγια νομολογιακή αρχή ότι προσφυγή εναντίον κυβερνητικής πράξης θεωρείται απαράδεκτη. Αυτό κρίθηκε, μεταξύ άλλων, και στη Yiannakis Louka v. The President of the Republic (1983) 3 C.L.R. 783, όπου και λέχθηκε περαιτέρω πως η διαχείριση πολιτικής εξουσίας παράγει πράξεις κυβερνητικές. Ορθά, έτσι, μπορεί να λεχθεί ότι το ζήτημα αποτελεί πτυχή του Κυπριακού προβλήματος και ο χειρισμός του συνιστά άσκηση πολιτικής εξουσίας.
Άμεσα σχετική επί του προκειμένου είναι η υπόθεση Κωνσταντίνου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρ. Υπ. 1254/2000, ημερ. 26.6.2003 που ακολουθήθηκε και στην Κωνσταντίνου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρ. Υπ.1253/00, ημερ. 16.10.2003, υποθέσεις στις οποίες δεν έγινε αναφορά και σχολιασμός από τους αιτητές και οι οποίες δεν είχαν εφεσιβληθεί. Στην πρώτη πιο πάνω απόφαση έγινε εκτενής αναφορά σε σχέση με το ζήτημα των αγνοουμένων και στις αρχές και τη νομολογία που διέπουν το θέμα του κατά πόσο πράξεις αυτής της φύσης μπορούν να είναι αντικείμενο προσφυγής, με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος και κρίθηκε πως συνιστούσαν κυβερνητικές πράξεις μη επιδεχόμενες τέτοιας κρίσης.
Το σκεπτικό της απόφασης εκείνης, που υιοθετήθηκε και στην υπό κρίση πρωτόδικη απόφαση, μας βρίσκει σύμφωνους και κρίνουμε πως η κατάληξη του ευπαίδευτου πρωτόδικου Δικαστή ήταν ορθή. Έτσι, αποφασίζεται πως η προδικαστική ένσταση ήταν πράγματι βάσιμη και το Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας να επιληφθεί της υπόθεσης.
Η έφεση απορρίπτεται. Λόγω των ιδιαζουσών συνθηκών που περιβάλλουν την υπόθεση, δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται.