Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2011

Σχόλιο στην απόφαση Ππασιά

(Το πλήρες κείμενο της δικαστικής απόφασης στην ανάρτηση της 5ης Νοεμβρίου)


Η ως άνω παρατιθέμενη απόφαση αποτελεί την πρώτη απόφαση Κυπριακού Δικαστηρίου που κρίνοντας επί υπόθεσης που αφορά το, ιδιαίτερα ευαίσθητο για την κυπριακή κοινωνία, ζήτημα των αγνοουμένων ελέγχει επί της ουσίας τις πράξεις και παραλείψεις του κυπριακού κράτους. Πρόκειται για ένα πεδίο ιδιαίτερα φορτισμένο συναισθηματικά και πολιτικά όπου ο δικαστής καλείται να βαδίσει εξισορροπώντας από τη μία τον ανθρωπιστικό χαρακτήρα και από την άλλη την πολιτική και διεθνή διάσταση.
Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι οι περίφημοι «1619 αγνοούμενοι»[1] χρησιμοποιήθηκαν συστηματικά ως πολιτικό όπλο στη διπλωματική μάχη κατά της Τουρκίας μετά την εισβολή του 1974, ενώ η πραγματική διερεύνηση της τύχης τους απασχόλησε από ό,τι φαίνεται ελάχιστα την κυπριακή κυβέρνηση.[2] Τη διάσταση της πολιτικής εκμετάλλευσης του θέματος υπαινίσσεται η σχολιαζόμενη απόφαση όταν αναφέρεται στην αντιμετώπιση επί δεκαετίες του καταλόγου των 1619 ως κρατικού απορρήτου τη στιγμή που ένα γνήσιο ενδιαφέρον για την τύχη των ανθρώπων αυτών θα απαιτούσε τη δημοσίευσή της με κάθε πρόσφορο μέσο ώστε να καταστεί δυνατή η συγκέντρωση πληροφοριών από όλες τις πηγές για τις συνθήκες της εξαφάνισής τους. Ακόμη και σήμερα, ο περί της Άμεσης Εποπτείας από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας των θεμάτων νόμος των αγνοουμένων, εγκλωβισμένων και παθόντων (Προσωρινές Διατάξεις), Ν. 17(Ι)/1993 αποτυπώνει τον ασφυκτικό εναγκαλισμό του θέματος από την Κυπριακή Δημοκρατία.[3]
Αξίζει εξάλλου να σημειωθεί ότι μια από τις πιο συνήθεις παρανοήσεις στις συζητήσεις για τους αγνοούμενους της Κύπρου είναι ότι αυτοί προέρχονται αποκλειστικά από την ελληνική (ελληνοκυπριακή και ελλαδίτικη) πλευρά: στην πραγματικότητα από τα στοιχεία που υποβλήθησαν στη Διακοινοτική Επιτροπή Αγνοούμενων προκύπτει ότι η τουρκοκυπριακή πλευρά μετρά και αυτή 502 εξαφανισθέντες κατά τις περιόδους 1963-64 (περίοδος διακοινοτικών συγκρούσεων) και Ιουλίου - Αυγούστου 1974 (περίοδος των δύο φάσεων της τουρκικής εισβολής).
Ο Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου της Λευκωσίας, ευρισκόμενος κατά παροδοχή του αντιμέτωπος με το ιδιαιτέρως ογκώδες αποδεικτικό υλικό που έθεσαν ενώπιόν του οι διάδικοι, πέτυχε να απομονώσει τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά και να αποτυπώσει, ακολουθώντας ως προς αυτό τη σχετική παράδοση του Κοινοδικαίου[4], με γλαφυρότητα αντάξια πολεμικού αφηγήματος τις πολιτικές και στρατιωτικές συνθήκες κατά την περίοδο της τουρκικής εισβολής, αλλά και τις ψυχολογικές επιπτώσεις της υπόθεσης των αγνοουμένων στους οικείους τους. Πέραν όμως του αφηγηματικού ύφους ο Δικαστής όφειλε να ανταποκριθεί στο διττό ρόλο που κάθε δικαστής επωμίζεται, να είναι δηλαδή ταυτόχρονα όργανο και κριτής της πολιτείας. Ως κριτής των ενεργειών του κράτους κλήθηκε να αποφανθεί επί δύο ζητημάτων. Πρώτον, επί του νομίμου των ενεργειών της Κυπριακής Δημοκρατίας τόσο κατά την περίοδο που έγινε η περισυλλογή του πτώματος του θεωρούμενου ως αγνοούμενου Χριστοφή Ππασιά και ο ενταφιασμός του χωρίς να ακολουθηθεί διαδικασία αναγνώρισης, όσο και κατά την περίοδο των 26 ετών που ακολούθησε από το θάνατό του το 1974 έως και την τελική ταυτοποίηση των λειψάνων του με τη μέθοδο του DNA το 1999. Δεύτερον, για την ύπαρξη ή μη αξίωσης αποζημίωσης στο πρόσωπο των εναγόντων, συζύγου και τέκνου του πεσόντος. Ως επίσημο όργανο της πολιτείας ένιωθε πιθανώς την ανάγκη από τη μια να διατηρήσει αλώβητο το νομικό οπλοστάσιο της Κύπρου στη συνεχιζόμενη νομική διαμάχη της με την Τουρκία ενώπιον των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων, και από την άλλη να αποδώσει ουσιαστική δικαιοσύνη στους ενάγοντες· σε αυτό το πλαίσιο δεν αποτελεί ακριβώς obiter dictum η αναφορά στο ήθος και τη γενναιότητα του πεσόντος στρατιώτη στην παράγραφο 39 της απόφασης, αλλά μια μορφή ουσιαστικής, ηθικής δικαίωσης των εναγόντων που θέτει ταυτόχρονα το αυξημένο μέτρο της ευθύνης της πολιτείας για τις πράξεις και παραλείψεις της όλα αυτά τα χρόνια.

Α. Οι αγνοούμενοι της Κύπρου στη νομολογία του ΕΔΔΑ
Η απόφαση-ορόσημο στη νομική περιπέτεια της υπόθεσης των αγνοουμένων εκδόθηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων την 10 Μαϊου 2001 στην υπόθεση Κύπρος εναντίον Τουρκίας, γνωστή και ως τέταρτη διακρατική προσφυγή της Κύπρου κατά της Τουρκίας.[5] Η απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση αυτή αποτελεί μέχρι και σήμερα ένα από τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα της Κυπριακής Δημοκρατίας στο νομικό πεδίο. Σε σχέση με το ζήτημα των αγνοουμένων, το Δικαστήριο διαπίστωσε τη διαρκή παραβίαση του άρθρου 2 ΕΣΔΑ κατά το διαδικαστικό του μέρος, το οποίο αναφέρεται στην υποχρέωση διεξαγωγής μιας αποτελεσματικής έρευνας για τη διακρίβωση της τύχης των Ε/κ αγνοουμένων.[6] Επίσης, διαπίστωσε διαρκή παραβίαση του άρθρου 5 ΕΣΔΑ λόγω της μη διεξαγωγής μιας αποτελεσματικής έρευνας για την τύχη των Ε/κ για τους οποίους υπάρχει βάσιμος ισχυρισμός ότι τελούσαν υπό κράτηση κατά το χρόνο της εξαφάνισής τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε ότι οποιοσδήποτε από τους Ε/κ αγνοουμένους τελούσε πραγματικά υπό κράτηση από τις τουρκοκυπριακές αρχές, λόγω έλλειψης επαρκών αποδείξεων.[7]
            Ακολούθησαν δύο σειρές αποφάσεων του ΕΔΔΑ επί του θέματος στις οποίες, όμως, κυριάρχησε το ζήτημα του εμπροθέσμου. Ειδικότερα, και δεδομένου ότι η γενική τάση του διεθνούς δικαίου είναι να θεωρείται η εξαναγκαστική εξαφάνιση προσώπου ως διαρκές έγκλημα, το ερώτημα είναι το χρονικό σημείο έναρξης της εξάμηνης προθεσμίας προσφυγής στο Δικαστήριο του Στρασβούργου. Έτσι, στις υποθέσεις Karabardak[8] και Baybora εναντίον Κύπρου[9] που αφορούσαν στην εξαφάνιση δύο Τ/κ το 1964, το ΕΔΔΑ αποφάνθηκε ότι η εξάμηνη προθεσμία είχε σε κάθε περίπτωση λήξει πολύ πριν το 2001 οπότε και κατατέθηκε η προσφυγή, λαμβανομένου υπόψη ότι οι αιτούντες υπέβαλαν αίτηση για διερεύνηση της υπόθεσης στη ΔΕΑ το 1989 και θα έπρεπε να είχαν αντιληφθεί πολύ νωρίτερα ότι η ΔΕΑ δεν μπορεί να προσφέρει αποτελεσματική θεραπεία. Αντιθέτως, στην υπόθεση Βαρνάβα κ.ά. κατά Τουρκίας[10] επί προσφυγών που είχαν υποβληθεί το 1990, το ΕΔΔΑ σε Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης έκρινε ότι οι αιτήσεις είχαν υποβληθεί εμπροθέσμως, θέτοντας όμως ως χρονικό όριο του εμπροθέσμου το τέλος του 1990, και καταδίκασε την Τουρκία για διαρκείς παραβιάσεις:
α) του άρθρου 2 ΕΣΔΑ για τη μη διεξαγωγή μιας αποτελεσματικής έρευνας προς διακρίβωση της τύχης των ατόμων που εξαφανίστηκαν κάτω υπό περιστάσεις που έθεταν σε κίνδυνο της ζωές τους,
β) του άρθρου 3 ΕΣΔΑ σε σχέση με τους συγγενείς αγνοουμένων,
γ) του άρθρου 5 ΕΣΔΑ για δύο εκ των εννέα εξαφανισθέντων, οι οποίοι συμπεριλαμβάνονταν στον κατάλογο κρατουμένων του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και επιδίκασε το ποσό των 12 000 ευρώ για ηθική βλάβη για κάθε προσφυγή.
            Παρά τις ανωτέρω διαφοροποιήσεις ως προς το παραδεκτό των προσφυγών, που εν πολλοίς εξαρτάται από την επίδειξη εκ μέρους των συγγενών των αγνοουμένων ενός ορισμένου βαθμού επιμέλειας και πρωτοβουλίας και την υποβολή των παραπόνων τους στο Δικαστήριο του Στρασβούργου χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση,[11] μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το Δικαστήριο δέχεται καταρχήν ότι στις υποθέσεις των αγνοουμένων της Κύπρου υπήρξαν καθυστερήσεις και αδιαφανείς διαδικασίες που συνιστούν παραβίαση των διατάξεων της Σύμβασης.[12]
Β. Οι αγνοούμενοι στη νομολογία των Κυπριακών Δικαστηρίων
Το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του βάσει του αρ. 146 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας,[13] έχει κληθεί δύο φορές έως σήμερα να αποφανθεί επί υποθέσεων αγνοουμένων. Επρόκειτο στην μεν πρώτη υπόθεση για προσβολή της αφαίρεσης του ονόματος ενός Ελληνοκυπρίου από τον κατάλογο αγνοουμένων,[14] στη δε δεύτερη για τη μη διεξαγωγή μιας αποτελεσματικής έρευνας για τις εξαφανίσεις και θανάτους Τουρκοκυπρίων.[15] Και στις δύο περιπτώσεις το Δικαστήριο έκρινε ότι «το θέμα των αγνοουμένων, ... με τις διεθνείς προεκτάσεις του, τυγχάνει χειρισμού από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, που διαχειρίζεται το κυπριακό πρόβλημα, [και] ... ότι ως αναγόμενο στη διαχείριση πολιτικής εξουσίας συνιστά κυβερνητική πράξη, που εκφεύγει της ακυρωτικής αρμοδιότητας του Ανωτάτου Δικαστηρίου».[16] Η επίκληση της γνωστής και στην Ελλάδα θεωρίας των κυβερνητικών πράξεων[17] από το Ανώτατο Δικαστήριο θέτει με οξύτητα το ζήτημα της συμβατότητας της εν λόγω νομολογιακής κατασκευής[18] με το δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ιδίως με το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και, κατά περίπτωση, με το δικαίωμα στη ζωή.[19]
Εν προκειμένω, η υπαγωγή όλων των πτυχών της υπόθεσης των αγνοουμένων στην κατηγορία των δικαστικώς ανέλεγκτων πράξεων άσκησης πολιτικής εξουσίας δείχνει να διευρύνει τα ίδια τα εννοιολογικά όρια της κατηγορίας αυτής και ταυτόχρονα να προσβάλει στον πυρήνα του το δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας. Όπως σωστά παρατηρεί ο καθηγητής Δαγτόγλου[20] στις χαρακτηριζόμενες ως κυβερνητικές πράξεις περιλαμβάνονται πράξεις η προσβολή των οποίων με αίτηση ακύρωσης θα ήταν ούτως ή άλλως απαράδεκτη είτε διότι δεν φέρουν καν τα χαρακτηριστικά των διοικητικών πράξεων είτε γιατί πρόκειται για εξωνομικές αξιολογήσεις είτε διότι δεν προσβάλλουν άμεσα τα έννομα συμφέροντα ιδιώτη· σε κάθε άλλη περίπτωση υπαγωγής διοικητικής πράξης στην κατηγορία των κυβερνητικών πράξεων παραβιάζεται το δικαίωμα στην έννομη προστασία.
Αδιαμφισβήτητα το ζήτημα των αγνοουμένων αποτελεί θέμα που άπτεται του γενικότερου κυπριακού προβλήματος, η επίλυση του οποίου ανήκει στις αρμοδιότητες του Προέδρου της Κύπρου. Ωστόσο, πρέπει να γίνει η διάκριση μεταξύ αφενός των διακοινοτικών ή διεθνών συνομιλιών για την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των δύο πλευρών στο θέμα των αγνοουμένων και αφετέρου της υποχρέωσης της Κυπριακής Δημοκρατίας ως αυτοτελούς κρατικής οντότητας να προβεί σε όλες τις απαιτούμενες και πρακτικά εφικτές μονομερείς ενέργειες για τη διακρίβωση της τύχης όλων των θεωρούμενων ως αγνοουμένων ανεξαρτήτως της εθνοτικής καταγωγής τους. Η άμεση σύνδεση των δύο ζητημάτων μας φέρνει στην εισαγωγική μας παρατήρηση: η υπόθεση των αγνοουμένων, υπόθεση με κατεξοχήν ανθρωπιστικό χαρακτήρα, πολιτικοποιήθηκε στο πλαίσιο του κυπριακού προβλήματος και τράπηκε σε ζήτημα αποκλειστικώς διακρατικών σχέσεων. Η υποταγή, όμως, των ατομικών δικαιωμάτων στην κρατική ανάγκη, πρώτον, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τις θεμελιώδεις λειτουργίες ενός σύγχρονου φιλελεύθερου κράτους δικαίου και, δεύτερον, δεν συνάδει με την ίδια τη στάση της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία με κάθε μέσο επιχειρεί να «νομικοποιήσει» την πολιτική διένεξη μέσω είτε των διακρατικών προσφυγών που κατέθεσε εώς σήμερα είτε ενθαρρύνοντας την υποβολή  ατομικών προσφυγών πολιτών της κατά της Τουρκίας ενώπιον του ΕΔΔΑ.
Οι αντιφάσεις αυτές δεν φαίνεται να απασχολούν το σκεπτικό του κυπριακού δικαστηρίου στις ανωτέρω αποφάσεις. Ούτε εξάλλου και το γεγονός ότι με μονομερείς εν πολλοίς ενέργειες κυπριακών αρχών κατέστη εφικτή η ταυτοποίηση των οστών και η διακρίβωση της τύχης αρκετών από τους έως τότε θεωρούμενους ως αγνοούμενους. Είναι πραγματικά δύσκολο να αντιληφθεί κάποιος που βρίσκεται εκτός της κυπριακής πραγματικότητας πως η λήψη απόφασης για την έναρξη διαδικασίας ταυτοποίησης οστών με τη μέθοδο του DNA ή συγκέντρωσης μαρτυρικού υλικού για τις συνθήκες εξαφάνισης ενός προσώπου αποτελεί πράξη που ανάγεται στη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας και όχι κλασσική περίπτωση διοικητικής πράξης ή παράλειψης.

Γ. Η αποζημιωτική ευθύνη της Κυπριακής Δημοκρατίας
Η σχολιαζόμενη εδώ απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου είχε οπωσδήποτε υπόψιν της την ανωτέρω νομολογία. Πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι δεν αποκλίνει ρητώς από τις παραπάνω αποφάσεις καθώς είχε να κρίνει επί διαφορετικής νομικής βάσης: η εξουσία του δικαστηρίου να αποδώσει κάθε δυνατή θεραπεία εντός της εξουσίας του θεμελιώνεται στην απόφαση του 2001 Γιάλλουρος v Νικολάου.[21] Άλλωστε και στο πλαίσιο του ηπειρωτικού δικαίου είναι κοινώς αποδεκτό ότι η θεωρία περί κυβερνητικών πράξεων αποκλείει μεν τον ευθύ ακυρωτικό έλεγχο των σχετικών πράξεων ή παραλείψεων των κυβερνητικών οργάνων, δεν αποκλείει όμως την έγερση αξίωσης αποζημίωσης έναντι του Δημοσίου για τις εν λόγω πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του.
            Αυτή η διαφοροποίηση στη φύση της αιτούμενης δικαστικής θεραπείας επέτρεψε την εξέταση της υπόθεσης στην ουσίας της. Μολονότι δε ο Δικαστής σπεύδει να επισημάνει ότι η απόφαση του Δικαστηρίου δεν αποτελεί γενικότερη ετυμηγορία για το θέμα των αγνοουμένων,[22] είναι σαφές ότι τα πραγματικά περιστατικά που εξετάζονται σε αυτήν αφορούν μεγάλο αριθμό άλλων εξαφανισθέντων τόσο κατά την κρίσιμη περίοδο των δύο σταδίων της τουρκικής εισβολής, είτε αυτοί προέρχονται από την Κύπρο (ελληνοκύπριοι και τουρκοκύπριοι) είτε από την Ελλάδα, όσο και στην περίοδο των διακοινοτικών ταραχών την περίοδο 1963-64.
            Το καινούργιο που εισφέρει η εν λόγω απόφαση είναι η παραδοχή ότι για το θέμα των αγνοουμένων ευθύνη δεν φέρει μόνο η Τουρκία, αλλά και η Κυπριακή Δημοκρατία. Ειδικότερα, ο Δικαστής, μολονότι τονίζει την ιδιαίτερη ευθύνη της Τουρκίας στα χέρια στρατιωτών της οποίας εθεάθη για τελευταία φορά ο Ππασιάς λίγο πριν βρει μαρτυρικό θάνατο,[23] εντοπίζει την ύπαρξη και μιας δευτερογενούς  ευθύνης της Κυπριακής Δημοκρατίας, που είναι η ευθύνη του κάθε κράτους να ενδιαφέρεται για την τύχη των πολιτών της και να φροντίζει για την τήρηση των απαραίτητων διαδικασιών ανεύρεσης στοιχείων για αυτή.
            Όπως προκύπτει από το σκεπτικό της απόφασης, η ευθύνη της Κυπριακής Δημοκρατίας εντοπίζεται σε δύο περιόδους: η πρώτη είναι η περίοδος των πολεμικών συγκρούσεων με την Τουρκία τον Αύγουστο του 1974, η οποία λήγει με τον ανώνυμο ενταφιασμό του Ππασιά σε στρατιωτικό κοιμητήριο. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα η ευθύνη της Κυπριακής Δημοκρατίας εντοπίζεται στη μη τήρηση των προβλεπόμενων διαδικασιών περί περισυλλογής νεκρών από το πεδίο της μάχης και περί εξακρίβωσης της ταυτότητάς τους πριν τον ενταφιασμό τους. Η πολεμική σύρραξη δεν αρκεί για να δικαιολογήσει τις παραλείψεις των οργάνων του κράτους κατά το χρονικό αυτό διάστημα, διότι οι σχετικές υποχρεώσεις μπορούσαν να τηρηθούν ακόμη και υπό το δεδομένο κλίμα πανικού των ημερών εκείνων, το οποίο πάντως δεν είχε φθάσει σε σημείο πλήρους αταξίας και αποδιοργάνωσης.[24]
            Ευθύνες όμως της Κυπριακής Δημοκρατίας εντοπίζονται και στο χρονικό διάστημα μετά τον ενταφιασμό του Ππασιά και μέχρι την ταυτοποίηση των οστών του. Στην μακρά αυτή περίοδο των 26 ετών το κυπριακό κράτος δεν έκανε, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, σχεδόν τίποτε από όσα πραγματικά ήταν σε θέση να κάνει (συγκέντρωση σχετικών μαρτυριών, εκταφή οστών για ταυτοποίηση βάσει των προσωπικών αντικειμένω κλπ) για τη διακρίβωση της τύχης του Ππασιά παρότι ήταν αυτό που είχε αντικειμενικά πρόσβαση στα αναγκαία στοιχεία. Το αποτέλεσμα ήταν να υποστούν οι ενάγοντες (σύζυγος και τέκνα του Χριστοφή Ππασιά) ιδιαίτερη ψυχική ταλαιπωρία ζώντας για δυόμιση δεκαετίες με την αβεβαιότητα και την ελπίδα της επιστροφής, κατάσταση η οποία διακρίνεται σαφώς από τη θλίψη για το βέβαιο θάνατο του αγαπημένου τους προσώπου και από κάποιες απόψεις είναι πολύ χειρότερη από το πένθος, διότι επηρεάζει τους οικείους του αγνοούμενου για όσο χρόνο διατηρείται η εκκρεμότητα για την τύχη του χωρίς να τους επιτρέπει να συνεχίσουν τη ζωή τους.
            Η υπόχρεωση όμως διεξαγωγής της δέουσας έρευνας για την τύχη εξαφανισθέντος προσώπου αποτελεί μέσο για τη διασφάλιση σεβασμού στο δικαίωμα στη ζωή που προστατεύεται στο άρθρο 2 της ΕΣΔΑ. Η υποχρέωση δε αυτή δεν βαρύνει μόνο το κράτος που ευθύνεται άμεσα για την εξαφάνιση του προσώπου, αλλά και το κράτος που έχει τη δυνατότητα να διεξάγει αποτελεσματική έρευνα περί των συνθηκών της εξαφάνισης και την τύχη του αγνοούμενου. Η παράλειψη διερεύνησης κατά τα ανωτέρω, συνιστά σύμφωνα με το Δικαστήριο εξευτελιστική και ταπεινωτική μεταχείριση με την έννοια του όρου στο αρ. 3 της ΕΣΔΑ και, συνεπώς, υφίσταται παράνομη πράξη των οργάνων της Κυπριακής Δημοκρατίας και αντίστοιχη αγώγιμη αξίωση των αιτούντων.
           
            Συμπερασματικές παρατηρήσεις
Με την απόφαση αυτή το θέμα των αγνοουμένων δείχνει να βγαίνει από τα στεγανά της «κρατικής υπόθεσης» στα οποία το είχε εγκιβωτίσει η επίσημη κρατική πολιτική τα τελευταία 35 χρόνια και να αποκτά εκ νέου την ανθρωπιστική διάσταση που απο την αρχή έπρεπε να του αναγνωριστεί. Η ανάγκη ενός κράτους να προωθήσει συγκεκριμένα εθνικά του συμφέροντα δεν είναι δυνατόν να θεραπεύεται με την καταπάτηση στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων των πολιτών του και τέτοιο είναι το δικαίωμα των οικείων σε πληροφόρηση σχετικά με την τύχη του αγνοούμενου συγγενή τους.[25] Ωστόσο, είναι προφανές ότι η χρηματική αποζημίωση μικρή μόνο αξία μπορεί να έχει για εκείνους που διέσχισαν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους κουβαλώντας το άχθος της αβεβαιότητας για το αν ο δικός τους άνθρωπος ήταν ζωντανός ή όχι. Η υποχρέωση των κρατικών οργάνων να δράσουν άμεσα και αποτελεσματικά για τη διεξαγωγή της σχετικής έρευνας δεν είναι δυνατόν να καλύπτεται πάντοτε υπό την αμφιλεγόμενη κατασκευή των κυβερνητικών πράξεων.

Νικόλας Κυριάκου, υποψήφιος ΔΝ, Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο.

Στέργιος Κοφίνης, υποψήφιος ΔΝ, υπότροφος Κοινωφελούς Ιδρύματος «Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης»


[1] Οι οποίοι αίφνης έγιναν 1493 μετά την υποβολή της λίστας των αγνοούμενων στη Διερευνητική Επιτροπή Αγνοουμένων (ΔΕΑ) και τη συνακόλουθη δημοσίευσή της. Για το έργο και την αποστολή της ΔΕΑ βλ. τον επίσημο ιστότοπό της σε http://www.cmp-cyprus.org/nqcontent.cfm?a_id=1305&tt=graphic&lang=l2 (τελευταία επίσκεψη την 16/11/2010)
[2] Paul Sant Cassia, Bodies of evidence : burial, memory and the recovery of missing persons in Cyprus / Paul Sant Cassia.
[3] Δες σχετικά την υπόθεση Παναγιώτα Κωνσταντίνου εναντίον Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 1254/00, 26 Ιουνίου 2003. Μερος Β του παρόντος άρθρου
[4] Βλ. Φ.Κοζύρης, «Νόμος και Λόγος: Μια σύνθετη σχέση – Από τη σκοπιά της Αμερικής» σε Γιώτα Κραβαρίτου (επιμ.), Δίκαιο και Τέχνη του Λόγου, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2008, σ. 63-70,63-64.
[5] ΕΔΔΑ, Κύπρος εναντίον Τουρκίας, (Προσφυγή αρ. 25781/94), 10 Μαϊου 2001.
[6] Ibidem, παρ. 123 - 136.
[7] Ibidem, παρ. 142 - 151.
[8] ΕΔΔΑ, Απόφαση επί του παραδεκτού, Lütfi Celul Karabardak και άλλοι εναντίον Κύπρου (Προσφυγή αρ. 76575/01), 22 Οκτωβρίου 2002.
[9] ΕΔΔΑ, Απόφαση επί του παραδεκτού, Saydam Hüsnü Baybora και άλλοι εναντίον Κύπρου (Προσφυγή αρ. 77116/01), 22 Οκτωβρίου 2002.  
[10] ΕΔΔΑ, Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης, Βαρνάβα και άλλοι εναντίον Τουρκίας, (Προσφυγές αρ. 16064/90, 16065/90, 16066/90, 16068/90, 16069/90,16070/90, 16071/90, 16072/90 and 16073/90), 18 Σεπτεμβρίου 2009.
[11] Ibidem, παρ. 161.
[12] Για αναλυτικότερο συγκριτικό σχολιασμό των τριών αυτών αποφάσεων βλ. Ν.Κυριάκου, Αγνοούμενοι και αγνοημένοι: οι υποθέσεις των κυπρίων αγνοουμένων στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, (υπό δημοσίευση) ΔτΑ, φθινοπωρο 2011.
[13] Πρόκειται για τις αρμοδιότητες που βάσει του Συντάγματος του 1960 ασκούνται από το Ανώτατο Συναγματικό Δικαστήριο: «1. Tο Aνώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον κέκτηται αποκλειστικήν δικαιοδοσίαν να αποφασίζη οριστικώς και αμετακλήτως επί πάσης προσφυγής υποβαλλομένης κατ’ αποφάσεως, πράξεως ή παραλείψεως οιουδήποτε οργάνου, αρχής ή προσώπου ασκούντων εκτελεστικήν ή διοικητικήν λειτουργίαν επί τω λόγω ότι αυτή είναι αντίθετος προς τας διατάξεις του Συντάγματος ή τον νόμον ή εγένετο καθ’ υπέρβασιν ή κατάχρησιν της εξουσίας της εμπεπιστευμένης εις το όργανον ή την αρχήν ή το πρόσωπον τούτο»
[14] Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου, Παναγώτα Κωνσταντίνου και άλλοι εναντίον Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1254/00, 26 Ιουνίου 2003.
[15] Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου, Özalp Behiç και άλλοι εναντίον Κυπριακής Δημοκρατίας, Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 589/2006, 590/2006, 591/2006, 592/2006 και 593/2006, 29 Μαϊου 2008.
[16] Ibidem, παρ. 13. Επρόκειτο περί αίτησης για την ακύρωσης της παράλειψης των οργάνων της Κυπριακης Δημοκρατίας να προβούν στις ενδεικνυόμενες ενέργειες για τη διερεύνηση της τύχης 5 Τουρκοκύπριων κατοίκων του χωριού Τόχνη που εξαφανίστηκαν στις 14.8.1974.
[17] Αρ. 45 παρ. 5 πδ 18/1989. Βλ. ενδεικτικά Επ. Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, εκδ. Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2006, σ. 107-109.
[18] Για τη γέννηση και εξέλιξη της γαλλικής προέλευσης θεωρίας των actes de gouvernement, βλ. P.Duez, Les actes de gouvernement, Librairie du Recueil Sirey, 1935.
[19] Για ένα σχολιασμό της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις τουρκοκυπριακές προσφυγές με διεξοδική παρουσίαση της σχετικής νομολογίας του ΕΔΔΑ στο ζήτημα της απαραδέκτου ενδίκου βοηθήματος που στρέφεται κατά κυβερνητικής πράξης, βλ. Ν.ΚΥΡΙΑΚΟΥ, Act of GovernmentCase Note προσβάσιμο σε http://papers.ssrn.com/sol3/papers.cfm?abstract_id=1623568 (τελευταία επίσκεψη 16/11/2010).
[20] Π.Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Τρίτη Έκδοση, εκδ. Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2004, σ. 504-508
[21] 1 ΑΑΔ 558 – βλ. παρ. 176 της σχολιαζόμενης.
[22] Βλ. παρ. 6 της σχολιαζόμενης.
[23] Παρ. 173 της σχολιαζόμενης.
[24] Παρ. 140 της σχολιαζόμενης.
[25] Η νέα σύμβαση του ΟΗΕ για την προστασία όλων των ατόμων εναντίον της καταναγκαστικής εξαφάνισης κωδικοποιεί το εν λόγω δικαίωμα, στο άρθρο 24 παρ. 2 ως ‘δικαίωμα στην αλήθεια’.

Δεν υπάρχουν σχόλια: